Τι είναι η τομπραμυκίνη (tobramycin)
Η τομπραμυκίνη (tobramycin) είναι ένα αντιβιοτικό της κατηγορίας των αμινογλυκοσιδών. Ως εμπορικά σκευάσματα κυκλοφορεί με τις ονομασίες Tobrex (Ελλάδα), Tobradex (ΗΠΑ), Tobramine (Ηνωμένο Βασίλειο), Tobral (Ισπανία) κ.α. Χρησιμοποιείται για τη θεραπεία λοιμώξεων που προκαλούνται από ευαίσθητα βακτήρια, κυρίως αρνητικά κατά Gram όπως η Pseudomonas aeruginosa.
Η αποτελεσματικότητα και ασφάλεια της τομπραμυκίνης έχει μελετηθεί εκτενώς, ιδιαίτερα σε ασθενείς με κυστική ίνωση. Σύμφωνα με την ανασκόπηση των Elborn et al. στο περιοδικό Respiratory Medicine, η εισπνεόμενη τομπραμυκίνη μειώνει σημαντικά την πυκνότητα της P. aeruginosa στα πτύελα και βελτιώνει την πνευμονική λειτουργία. Επιπλέον, οι Rosalia et al. στο International Journal of Molecular Sciences αναφέρουν ότι νέες μορφές χορήγησης, όπως τα νανο-αντιβιοτικά τομπραμυκίνης, παρουσιάζουν βελτιωμένη διείσδυση στους βιοϋμένες και αυξημένη αποτελεσματικότητα.
Μηχανισμός δράσης, Χημική δομή και Θεραπευτική κατηγορία
Η τομπραμυκίνη ανήκει στην κατηγορία των αμινογλυκοσιδικών αντιβιοτικών. Ο μηχανισμός δράσης της βασίζεται στην αναστολή της πρωτεϊνοσύνθεσης των βακτηρίων. Συγκεκριμένα, συνδέεται με την 30S υπομονάδα του βακτηριακού ριβοσώματος, παρεμποδίζοντας τη σύνδεση του tRNA και οδηγώντας σε λανθασμένη ανάγνωση του mRNA. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή μη λειτουργικών ή τοξικών πρωτεϊνών για το βακτήριο.
Χημικά, η τομπραμυκίνη αποτελείται από ένα αμινοκυκλιτολικό δακτύλιο (2-δεοξυστρεπταμίνη) συνδεδεμένο με δύο ή τρεις αμινοσάκχαρα μέσω γλυκοσιδικών δεσμών. Αυτή η δομή της προσδίδει υδροφιλικό χαρακτήρα και θετικό φορτίο σε φυσιολογικό pH, ιδιότητες σημαντικές για τη δράση της.
Ως αμινογλυκοσίδη, η τομπραμυκίνη χαρακτηρίζεται από:
- Ταχεία βακτηριοκτόνο δράση
- Συνέργεια με β-λακταμικά αντιβιοτικά
- Μετα-αντιβιοτική επίδραση (συνεχιζόμενη δράση μετά την απομάκρυνση του φαρμάκου)
- Εξειδικευμένη δραστικότητα έναντι αερόβιων Gram-αρνητικών βακτηρίων
Η κατανόηση αυτών των χαρακτηριστικών είναι κρίσιμη για τη βέλτιστη κλινική χρήση της τομπραμυκίνης, ιδιαίτερα σε σύνθετες λοιμώξεις όπως αυτές που εμφανίζονται στην κυστική ίνωση.
Ενδείξεις για το Tobrex
Το Tobrex ενδείκνυται κυρίως για:
- Θεραπεία οφθαλμικών λοιμώξεων από ευαίσθητα βακτήρια
- Αντιμετώπιση χρόνιων λοιμώξεων του αναπνευστικού σε ασθενείς με κυστική ίνωση
- Θεραπεία επιπλεγμένων ουρολοιμώξεων
- Αντιμετώπιση σοβαρών συστηματικών λοιμώξεων από Gram-αρνητικά βακτήρια
Αντενδείξεις και Προφυλάξεις
- Υπερευαισθησία στην τομπραμυκίνη ή άλλες αμινογλυκοσίδες
- Σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια
- Μυασθένεια gravis
- Κύηση και γαλουχία (χρήση μόνο εάν το όφελος υπερτερεί του κινδύνου)
Ειδικές προειδοποιήσεις για ηλικιωμένους, παιδιά και εγκύους
- Ηλικιωμένοι: Απαιτείται προσοχή λόγω αυξημένου κινδύνου νεφροτοξικότητας και ωτοτοξικότητας
- Παιδιά: Η δοσολογία πρέπει να προσαρμόζεται με βάση το σωματικό βάρος
- Έγκυες: Χρήση μόνο εάν είναι απολύτως απαραίτητο
Σε κάθε περίπτωση, οι ασθενείς πρέπει να ακολουθούν αυστηρά τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού και του φαρμακοποιού.
Δοσολογία και χορήγηση
- Οφθαλμικές λοιμώξεις: 1-2 σταγόνες κάθε 4 ώρες
- Εισπνεόμενη μορφή για κυστική ίνωση: 300 mg δύο φορές ημερησίως για 28 ημέρες
- Ενδοφλέβια χορήγηση: 5-7 mg/kg/ημέρα, διαιρεμένα σε 3-4 δόσεις
Τι να κάνω αν παραλείψω μια δόση τομπραμυκίνης;
- Λάβετε τη δόση αμέσως μόλις το θυμηθείτε
- Εάν πλησιάζει η ώρα για την επόμενη προγραμματισμένη δόση, παραλείψτε τη χαμένη δόση
- Μη διπλασιάζετε τη δόση για να αναπληρώσετε τη χαμένη
Υπερδοσολογία
Η υπερδοσολογία τομπραμυκίνης (φάρμακο Tobrex, Tobradex, Tobramine, Tobral κ.α.) μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, κυρίως νεφροτοξικότητα και ωτοτοξικότητα. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν:
- Ναυτία και έμετο
- Ζάλη και απώλεια ισορροπίας
- Εμβοές και απώλεια ακοής
- Μυϊκή αδυναμία
- Δυσκολία στην αναπνοή
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας απαιτείται άμεση ιατρική φροντίδα και υποστηρικτική αγωγή. Η αιμοκάθαρση μπορεί να βοηθήσει στην απομάκρυνση του φαρμάκου.
Παρενέργειες
Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν:
- Νεφροτοξικότητα (αναστρέψιμη σε πρώιμα στάδια)
- Ωτοτοξικότητα (μη αναστρέψιμη βλάβη του έσω ωτός)
- Νευρομυϊκός αποκλεισμός
- Αλλεργικές αντιδράσεις
Σπανιότερα μπορεί να εμφανιστούν:
- Ηπατοτοξικότητα
- Διαταραχές ηλεκτρολυτών
- Αιματολογικές διαταραχές
Αλληλεπιδράσεις
Αλληλεπιδράσεις φαρμάκου-φαρμάκου
- Ενίσχυση νεφροτοξικότητας με άλλα νεφροτοξικά φάρμακα (π.χ. αμφοτερικίνη Β, βανκομυκίνη)
- Αύξηση νευρομυϊκού αποκλεισμού με μυοχαλαρωτικά και αναισθητικά
- Ανταγωνισμός δράσης με πενικιλλίνες και κεφαλοσπορίνες
Αλληλεπιδράσεις φαρμάκου-τροφής
Δεν έχουν αναφερθεί σημαντικές αλληλεπιδράσεις με τροφές. Ωστόσο, συνιστάται η λήψη με άδειο στομάχι για βέλτιστη απορρόφηση της από του στόματος χορηγούμενης μορφής.
Πρόσθετες σημαντικές πληροφορίες
Η ανάπτυξη ανθεκτικότητας στην τομπραμυκίνη αποτελεί σημαντική πρόκληση, ιδιαίτερα σε ασθενείς με κυστική ίνωση που λαμβάνουν μακροχρόνια θεραπεία. Οι Elborn et al. στην ανασκόπησή τους στο Respiratory Medicine αναφέρουν ότι η εμφάνιση ανθεκτικών στελεχών Pseudomonas aeruginosa δεν συσχετίζεται απαραίτητα με κλινική αποτυχία της θεραπείας. Ωστόσο, η συνεχής παρακολούθηση της ευαισθησίας των παθογόνων είναι απαραίτητη για τη βελτιστοποίηση της αντιμικροβιακής θεραπείας.
Προκλινικές μελέτες έχουν αναδείξει τη σημασία της φαρμακοκινητικής/φαρμακοδυναμικής της τομπραμυκίνης για την αποτελεσματικότητά της. Η επίτευξη υψηλών συγκεντρώσεων στο σημείο της λοίμωξης σε συνδυασμό με τη μετα-αντιβιοτική δράση του φαρμάκου επιτρέπει τη χορήγηση εφάπαξ ημερήσιας δόσης σε ορισμένες ενδείξεις.
Κλινικές μελέτες έχουν τεκμηριώσει την αποτελεσματικότητα της εισπνεόμενης τομπραμυκίνης σε ασθενείς με κυστική ίνωση. Οι Schwarz et al. στο Respiratory Medicine αναφέρουν ότι τόσο το διάλυμα για εισπνοή όσο και η κόνις για εισπνοή βελτιώνουν την πνευμονική λειτουργία και μειώνουν τις νοσηλείες. Η επιλογή μεταξύ των δύο μορφών εξατομικεύεται με βάση τις προτιμήσεις του ασθενούς και την κλινική εικόνα.
Μετεγκριτικές μελέτες έχουν επιβεβαιώσει το προφίλ ασφάλειας της τομπραμυκίνης σε μακροχρόνια χρήση. Ωστόσο, η τακτική παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας και της ακοής παραμένει απαραίτητη, ιδιαίτερα σε ασθενείς υψηλού κινδύνου.
Η φαρμακοεπαγρύπνηση έχει αναδείξει σπάνιες αλλά σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως την οξεία νεφρική ανεπάρκεια και τη μη αναστρέψιμη απώλεια ακοής. Η έγκαιρη αναγνώριση και διαχείριση αυτών των επιπλοκών είναι κρίσιμη για την ασφάλεια των ασθενών.
Τα φαρμακοκινητικά χαρακτηριστικά της τομπραμυκίνης περιλαμβάνουν ταχεία απορρόφηση μετά από παρεντερική χορήγηση, περιορισμένη κατανομή στους ιστούς λόγω υδροφιλικότητας και κυρίως νεφρική απέκκριση. Η κάθαρση του φαρμάκου επηρεάζεται σημαντικά από τη νεφρική λειτουργία, γεγονός που απαιτεί προσαρμογή της δοσολογίας σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια.
Αποτελεσματικότητα
Η αποτελεσματικότητα της τομπραμυκίνης (φάρμακο Tobrex, Tobradex, Tobramine, Tobral κ.α.) στη θεραπεία λοιμώξεων από Pseudomonas aeruginosa σε ασθενείς με κυστική ίνωση έχει τεκμηριωθεί από πολυάριθμες κλινικές μελέτες και συστηματικές ανασκοπήσεις. Οι Elborn et al. στην εκτενή ανασκόπησή τους στο Respiratory Medicine αναλύουν δεδομένα από επτά κλινικές δοκιμές που αξιολόγησαν την εισπνεόμενη τομπραμυκίνη σε ασθενείς με βρογχεκτασίες και χρόνια λοίμωξη από P. aeruginosa. Τα αποτελέσματα καταδεικνύουν σημαντική μείωση της πυκνότητας του παθογόνου στα πτύελα, βελτίωση της αναπνευστικής λειτουργίας και μείωση των νοσηλειών.
Μια μετα-ανάλυση που συμπεριέλαβε δεδομένα από 13 τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες ανέδειξε ότι η εισπνεόμενη τομπραμυκίνη οδήγησε σε στατιστικά σημαντική αύξηση του FEV1 κατά 7,8% σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο. Επιπλέον, παρατηρήθηκε μείωση των παροξύνσεων κατά 26% και ελάττωση των ημερών νοσηλείας. Ωστόσο, οι ερευνητές επισημαίνουν την ανάγκη για μακροπρόθεσμες μελέτες που θα αξιολογήσουν την επίδραση στην επιβίωση και την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Η σύγκριση μεταξύ διαφορετικών μορφών χορήγησης της τομπραμυκίνης αποτελεί αντικείμενο έντονου ερευνητικού ενδιαφέροντος. Οι Schwarz et al. παρουσιάζουν στοιχεία που υποδεικνύουν ότι η κόνις για εισπνοή (TIP) επιτυγχάνει παρόμοια κλινικά αποτελέσματα με το διάλυμα για εισπνοή (TIS), προσφέροντας παράλληλα πλεονεκτήματα όπως μειωμένο χρόνο χορήγησης και αυξημένη ευκολία χρήσης. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε βελτιωμένη συμμόρφωση των ασθενών στη θεραπεία.
Η αποτελεσματικότητα της τομπραμυκίνης στην εκρίζωση πρώιμης λοίμωξης από P. aeruginosa έχει επίσης μελετηθεί εκτενώς. Μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη μελέτη σε παιδιά με κυστική ίνωση έδειξε ότι ένα σχήμα 28 ημερών εισπνεόμενης τομπραμυκίνης οδήγησε σε εκρίζωση του παθογόνου στο 84,6% των ασθενών, σε σύγκριση με 24% στην ομάδα ελέγχου. Αυτά τα ευρήματα υπογραμμίζουν τη σημασία της έγκαιρης παρέμβασης για την πρόληψη της χρόνιας λοίμωξης.
Οι τρέχουσες ερευνητικές κατευθύνσεις επικεντρώνονται στη βελτιστοποίηση των θεραπευτικών σχημάτων και στην ανάπτυξη νέων μορφών χορήγησης. Η συνεχής εναλλασσόμενη θεραπεία με εισπνεόμενα αντιβιοτικά, συμπεριλαμβανομένης της τομπραμυκίνης, διερευνάται ως στρατηγική για τη μείωση της ανάπτυξης αντοχής και τη βελτίωση των κλινικών εκβάσεων. Οι Rosalia et al. στο International Journal of Molecular Sciences παρουσιάζουν μια καινοτόμο προσέγγιση με τη χρήση νανο-αντιβιοτικών τομπραμυκίνης. Αυτά τα συστήματα χορήγησης υπόσχονται βελτιωμένη διείσδυση στους βιοϋμένες και παρατεταμένη απελευθέρωση του φαρμάκου, ενδεχομένως οδηγώντας σε αυξημένη αποτελεσματικότητα και μειωμένη συχνότητα χορήγησης.
Η ανάπτυξη συνδυαστικών θεραπειών αποτελεί άλλο ένα πεδίο έντονης έρευνας. Ο συνδυασμός τομπραμυκίνης με άλλους αντιμικροβιακούς παράγοντες, όπως η αζιθρομυκίνη ή η κολιστίνη, διερευνάται για πιθανή συνεργική δράση. Ωστόσο, πρόσφατα δεδομένα υποδεικνύουν ότι η αζιθρομυκίνη μπορεί να ανταγωνίζεται τη δράση της τομπραμυκίνης, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για προσεκτική αξιολόγηση τέτοιων συνδυασμών.
Οι μελλοντικές προοπτικές στη χρήση της τομπραμυκίνης περιλαμβάνουν την εξατομίκευση της θεραπείας βάσει γενετικών και μικροβιολογικών δεικτών. Η ανάλυση του μικροβιώματος των αεραγωγών και η αναγνώριση συγκεκριμένων φαινοτύπων της P. aeruginosa μπορεί να οδηγήσει σε πιο στοχευμένες θεραπευτικές προσεγγίσεις. Επιπλέον, η ανάπτυξη βιοδεικτών για την πρόβλεψη της ανταπόκρισης στη θεραπεία και την έγκαιρη ανίχνευση ανεπιθύμητων ενεργειών αναμένεται να βελτιώσει την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της αγωγής.
Η επίδραση των νέων θεραπειών τροποποίησης του CFTR (Cystic Fibrosis Transmembrane Conductance Regulator) στην αποτελεσματικότητα της τομπραμυκίνης αποτελεί ένα αναδυόμενο πεδίο έρευνας. Καθώς αυτές οι θεραπείες βελτιώνουν τη βασική λειτουργία του CFTR, ενδέχεται να επηρεάσουν τη φαρμακοκινητική και φαρμακοδυναμική της τομπραμυκίνης, απαιτώντας πιθανή αναπροσαρμογή των δοσολογικών σχημάτων.
Τέλος, η αντιμετώπιση της μικροβιακής αντοχής παραμένει μια σημαντική πρόκληση. Η ανάπτυξη στρατηγικών για την πρόληψη και αντιμετώπιση της αντοχής στην τομπραμυκίνη, όπως η χρήση εναλλασσόμενων αντιβιοτικών ή νέων συνδυασμών, αποτελεί προτεραιότητα. Παράλληλα, η διερεύνηση εναλλακτικών θεραπευτικών προσεγγίσεων, όπως η ανοσοτροποποίηση και η στόχευση των μηχανισμών σχηματισμού βιοϋμένων, μπορεί να προσφέρει συμπληρωματικές λύσεις στη διαχείριση των χρόνιων λοιμώξεων από P. aeruginosa.
Συμπερασματικά, η τομπραμυκίνη παραμένει ένας ακρογωνιαίος λίθος στη θεραπεία των λοιμώξεων από P. aeruginosa σε ασθενείς με κυστική ίνωση. Ωστόσο, η συνεχής έρευνα και καινοτομία είναι απαραίτητες για τη βελτιστοποίηση της χρήσης της και την αντιμετώπιση των προκλήσεων που σχετίζονται με τη μακροχρόνια χορήγησή της.
Συνοπτικά
Η τομπραμυκίνη (φάρμακο Tobrex, Tobradex, Tobramine, Tobral κ.α.) είναι ένα αμινογλυκοσιδικό αντιβιοτικό με ευρύ φάσμα δράσης κατά Gram-αρνητικών βακτηρίων, ιδιαίτερα της Pseudomonas aeruginosa. Χρησιμοποιείται κυρίως για τη θεραπεία λοιμώξεων σε ασθενείς με κυστική ίνωση και βρογχεκτασίες. Η εισπνεόμενη μορφή της έχει αποδειχθεί αποτελεσματική στη μείωση της πυκνότητας του παθογόνου στα πτύελα και στη βελτίωση της πνευμονικής λειτουργίας. Ωστόσο, η μακροχρόνια χρήση της μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη αντοχής και ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως νεφροτοξικότητα και ωτοτοξικότητα. Νεότερες μορφές χορήγησης, όπως η κόνις για εισπνοή και τα νανο-αντιβιοτικά, υπόσχονται βελτιωμένη αποτελεσματικότητα και ευκολία στη χρήση. Η εξατομίκευση της θεραπείας και η συνεχής παρακολούθηση της μικροβιακής αντοχής είναι απαραίτητες για τη βελτιστοποίηση της χρήσης της τομπραμυκίνης στην κλινική πράξη.
elpedia.gr
ΠΡΟΣΟΧΗ: Είναι ζωτικής σημασίας να μην λαμβάνετε ποτέ κανένα φαρμακευτικό σκεύασμα χωρίς την επίβλεψη και καθοδήγηση ειδικευμένου ιατρού. Να συμβουλεύεστε πάντοτε το ένθετο φυλλάδιο οδηγιών του εκάστοτε φαρμακευτικού προϊόντος που σας έχει συνταγογραφηθεί, καθώς ο κάθε φαρμακευτικός οίκος περιγράφει με ακρίβεια τις ιδιαίτερες προδιαγραφές που αφορούν το συγκεκριμένο σκεύασμα, και οι οποίες ενδέχεται να επικαιροποιούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Σημειώνεται ότι οι εμπορικές ονομασίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο αντιστοιχούν σε ευρέως γνωστά φαρμακευτικά σκευάσματα που περιέχουν της δραστικές ουσίες υπό ανάλυση. Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με τη σύνθεση του εκάστοτε φαρμάκου. Το παρόν άρθρο εστιάζει στην ανάλυση της δραστικής ουσίας και όχι στην εμπορική ονομασία του φαρμάκου. Η αναφορά των εμπορικών ονομασιών γίνεται αποκλειστικά για τη διευκόλυνση των αναγνωστών, οι οποίοι θα πρέπει να μελετούν προσεκτικά το φύλλο οδηγιών κάθε εμπορικού σκευάσματος που χρησιμοποιούν. Είναι απαραίτητο να έχετε στενή συνεργασία με τον θεράποντα ιατρό και τον φαρμακοποιό σας. Η αυτοχορήγηση οποιουδήποτε φαρμάκου εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την υγεία σας και πρέπει να αποφεύγεται ρητά.
Βιβλιογραφία
- Elborn, J. S., et al. “Bronchiectasis and inhaled tobramycin: a literature review.” Respiratory Medicine, vol. 192, 2022, sciencedirect.com
- Rosalia, M., et al. “Tobramycin Nanoantibiotics and Their Advantages: A Minireview.” International Journal of Molecular Sciences, vol. 23, no. 22, 2022, www.mdpi.com
- Schwarz, C., et al. “Tobramycin safety and efficacy review article.” Respiratory Medicine, vol. 195, 2022, sciencedirect.com
Συχνές Ερωτήσεις
Τι είναι το Tobrex και πώς δρα;
Το Tobrex είναι ένα αντιβιοτικό κολλύριο που περιέχει τομπραμυκίνη. Δρα ενάντια σε βακτήρια που προκαλούν οφθαλμικές λοιμώξεις, ιδιαίτερα την Pseudomonas aeruginosa. Αναστέλλει τη σύνθεση πρωτεϊνών στα βακτήρια, οδηγώντας στον θάνατό τους. Πάντα συμβουλευτείτε τον οφθαλμίατρό σας πριν τη χρήση.
Μπορούν τα παιδιά να χρησιμοποιήσουν σταγόνες Tobrex;
Το Tobrex μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε παιδιά, αλλά μόνο κατόπιν συνταγής και οδηγιών παιδοφθαλμιάτρου. Η δοσολογία προσαρμόζεται ανάλογα με την ηλικία και τη σοβαρότητα της λοίμωξης. Απαιτείται προσοχή στη χορήγηση και τακτική παρακολούθηση. Μην χορηγείτε το φάρμακο χωρίς ιατρική καθοδήγηση.
Ποια η διαφορά μεταξύ Tobrex και Tobradex για παιδιά;
Το Tobrex περιέχει μόνο τομπραμυκίνη, ενώ το Tobradex συνδυάζει τομπραμυκίνη με δεξαμεθαζόνη (κορτικοστεροειδές). Το Tobradex ενδείκνυται για οφθαλμικές φλεγμονές με βακτηριακή επιμόλυνση. Η επιλογή εξαρτάται από τη διάγνωση. Μόνο ο παιδοφθαλμίατρος μπορεί να αποφασίσει ποιο είναι κατάλληλο για κάθε περίπτωση.
Πώς χρησιμοποιείται το Tobrex για επιπεφυκίτιδα;
Για βακτηριακή επιπεφυκίτιδα, το Tobrex συνήθως χορηγείται ως 1-2 σταγόνες κάθε 4 ώρες για 7-10 ημέρες. Ωστόσο, η ακριβής δοσολογία καθορίζεται από τον οφθαλμίατρο. Είναι σημαντικό να ολοκληρώνετε τη θεραπεία ακόμη κι αν τα συμπτώματα υποχωρήσουν νωρίτερα. Πάντα να ακολουθείτε τις ιατρικές οδηγίες.
Ποιες είναι οι οδηγίες χρήσης για το κολλύριο Tobrex;
Πλύνετε τα χέρια σας πριν τη χρήση. Γείρετε το κεφάλι προς τα πίσω και τραβήξτε απαλά το κάτω βλέφαρο. Στάξτε τη συνιστώμενη δόση στον οφθαλμό. Κλείστε τα μάτια για 1-2 λεπτά. Μην αγγίζετε το άκρο του σταγονόμετρου. Ακολουθήστε πιστά τις οδηγίες του γιατρού σας.
Ποιες είναι οι πιθανές παρενέργειες του Tobrex;
Συχνές παρενέργειες του Tobrex περιλαμβάνουν παροδικό τσούξιμο ή κάψιμο στα μάτια, θολή όραση και ερεθισμό. Σπανιότερα μπορεί να εμφανιστεί αλλεργική αντίδραση ή επιδείνωση της λοίμωξης. Αν παρατηρήσετε επίμονες ή σοβαρές παρενέργειες, επικοινωνήστε άμεσα με τον οφθαλμίατρό σας. Η ιατρική παρακολούθηση είναι απαραίτητη.