Τι είναι η Λερκανιδιπίνη;
Η λερκανιδιπίνη (lercanidipine) είναι ένας ανταγωνιστής των διαύλων ασβεστίου που χρησιμοποιείται ως αντιυπερτασικό φάρμακο. Ένα δημοφιλές εμπορικό σκεύασμα που περιέχει λερκανιδιπίνη είναι το φάρμακο Zanidip, ενώ κυκλοφορούν και άλλα όπως τα Lercadip, Lerdip, Lercan κ.α.
Η λερκανιδιπίνη ανήκει στην κατηγορία των διυδροπυριδινών και δρα χαλαρώνοντας τα αιμοφόρα αγγεία, μειώνοντας έτσι την αρτηριακή πίεση. Ενδείκνυται για τη θεραπεία της ήπιας έως μέτριας υπέρτασης σε ενήλικες.
Η ουσία ανακαλύφθηκε από Ιταλούς ερευνητές στη δεκαετία του 1980 και έλαβε έγκριση για ιατρική χρήση στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1997. Έκτοτε, πολλές επιστημονικές μελέτες έχουν διερευνήσει την αποτελεσματικότητα και ασφάλεια της λερκανιδιπίνης στη θεραπεία της υπέρτασης.
Στο παρόν άρθρο, θα αναλύσουμε δεδομένα από επιστημονικά περιοδικά και ιατρικές έρευνες σχετικά με τη λερκανιδιπίνη, εστιάζοντας στη φαρμακολογική της δράση, τις κλινικές ενδείξεις, τη δοσολογία και τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες. Επιπλέον, θα εξετάσουμε πρόσφατα ευρήματα για πιθανές αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες της λερκανιδιπίνης, καθώς και αναλυτικές μεθόδους προσδιορισμού της ουσίας και των προσμίξεών της σε φαρμακευτικά σκευάσματα.
Χρήσεις
Η λερκανιδιπίνη χρησιμοποιείται κυρίως για τη θεραπεία της ιδιοπαθούς υπέρτασης σε ενήλικες ασθενείς. Ως εκλεκτικός ανταγωνιστής των διαύλων ασβεστίου τύπου L, η λερκανιδιπίνη προκαλεί αγγειοδιαστολή των περιφερικών αρτηριών, μειώνοντας την περιφερική αγγειακή αντίσταση και, κατά συνέπεια, την αρτηριακή πίεση. Η αντιυπερτασική δράση της λερκανιδιπίνης είναι σταδιακή και μακράς διάρκειας, επιτρέποντας τη χορήγηση μίας δόσης ημερησίως για τον αποτελεσματικό έλεγχο της αρτηριακής πίεσης.
Εκτός από τις αντιυπερτασικές ιδιότητες, πρόσφατες μελέτες υποδεικνύουν ότι η λερκανιδιπίνη μπορεί να έχει και αντιφλεγμονώδη δράση. Οι Vasigar και Batmanabane (2013) διερεύνησαν την αντιφλεγμονώδη δραστικότητα της λερκανιδιπίνης σε πειραματικά μοντέλα φλεγμονής και διαπίστωσαν ότι η ουσία ανέστειλε σημαντικά το οίδημα και τη μετανάστευση λευκοκυττάρων.
Παρενέργειες της λερκανιδιπίνης (φάρμακο Zanidip, Lercan κ.α.)
Όπως και με άλλα φάρμακα, η λερκανιδιπίνη (φάρμακο Zanidip, Lercadip κ.α.) μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες σε ορισμένους ασθενείς. Οι συχνότερες παρενέργειες περιλαμβάνουν:
- Κεφαλαλγία
- Ζάλη
- Έξαψη
- Ταχυκαρδία
- Περιφερικό οίδημα
Σπανιότερα, μπορεί να εμφανιστούν γαστρεντερικές διαταραχές, όπως ναυτία, δυσπεψία και διάρροια. Επίσης, έχουν αναφερθεί περιπτώσεις εξανθήματος, κνησμού και υπερευαισθησίας. Εάν οι ανεπιθύμητες ενέργειες επιμένουν ή επιδεινώνονται, ο ασθενής θα πρέπει να ενημερώσει τον θεράποντα ιατρό.
Προφυλάξεις
Η λερκανιδιπίνη αντενδείκνυται σε ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα του φαρμάκου. Επίσης, δεν συνιστάται η χρήση της σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική ή νεφρική δυσλειτουργία, καθώς ο μεταβολισμός και η απέκκρισή της μπορεί να επηρεαστούν.
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται κατά τη συγχορήγηση λερκανιδιπίνης με άλλα αντιυπερτασικά φάρμακα, καθώς μπορεί να προκύψει υπερβολική μείωση της αρτηριακής πίεσης. Οι Mihaljica, Radulović και Trbojević (2005) ανέπτυξαν μια αναλυτική μέθοδο για τον προσδιορισμό της λερκανιδιπίνης και των προσμίξεών της σε δισκία, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο της ποιότητας των φαρμακευτικών σκευασμάτων και την αποφυγή πιθανών αλληλεπιδράσεων.
Συνοψίζοντας, η λερκανιδιπίνη αποτελεί μια αποτελεσματική και γενικά καλά ανεκτή επιλογή για τη θεραπεία της υπέρτασης, με πιθανές αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Ωστόσο, η χρήση της απαιτεί ιατρική καθοδήγηση και παρακολούθηση για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου ανεπιθύμητων ενεργειών και αλληλεπιδράσεων.
Αλληλεπιδράσεις
Η λερκανιδιπίνη (φάρμακο Zanidip κ.α.) μπορεί να αλληλεπιδράσει με άλλα φάρμακα, επηρεάζοντας τη φαρμακοκινητική ή τη φαρμακοδυναμική τους. Οι ισχυροί αναστολείς του κυτοχρώματος P450 3A4 (CYP3A4), όπως η κετοκοναζόλη, η ιτρακοναζόλη και η ριτοναβίρη, μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα λερκανιδιπίνης στο πλάσμα, ενισχύοντας τις αντιυπερτασικές και ανεπιθύμητες ενέργειες. Αντίθετα, επαγωγείς του CYP3A4, όπως η ριφαμπικίνη και η φαινυτοΐνη, μπορεί να μειώσουν τη συγκέντρωση της λερκανιδιπίνης και να εξασθενήσουν τη θεραπευτική της δράση.
Η συγχορήγηση λερκανιδιπίνης με άλλους ανταγωνιστές διαύλων ασβεστίου ή αντιυπερτασικά φάρμακα μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική μείωση της αρτηριακής πίεσης. Επιπλέον, η λήψη λερκανιδιπίνης με αλκοόλ ή φάρμακα που επηρεάζουν το κεντρικό νευρικό σύστημα μπορεί να ενισχύσει ανεπιθύμητες ενέργειες όπως η ζάλη και η υπνηλία.
Υπερβολική Δόση
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας λερκανιδιπίνης, μπορεί να εμφανιστεί έντονη υπόταση, ταχυκαρδία και ανεπαρκής περιφερική αιμάτωση. Η αντιμετώπιση περιλαμβάνει την απομάκρυνση του ασθενούς από το όρθιο σε ύπτια θέση, με τα κάτω άκρα ελαφρώς ανυψωμένα. Σε σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να χορηγηθούν ενδοφλέβια υγρά και αγγειοσυσπαστικοί παράγοντες για τη διατήρηση της αρτηριακής πίεσης. Η γαστρική πλύση και η χορήγηση ενεργού άνθρακα μπορεί να είναι αποτελεσματικές εάν εφαρμοστούν σύντομα μετά την κατάποση. Ωστόσο, η λερκανιδιπίνη δεν αφαιρείται με αιμοκάθαρση λόγω της εκτεταμένης σύνδεσής της με πρωτεΐνες.
Φύλαξη Φαρμάκου
Τα δισκία λερκανιδιπίνης (φάρμακο Zanidip, Lercan κ.α.) πρέπει να φυλάσσονται σε θερμοκρασία δωματίου (15-30°C), μακριά από άμεσο ηλιακό φως και υγρασία. Τα φάρμακα θα πρέπει να διατηρούνται στην αρχική τους συσκευασία και να φυλάσσονται σε ασφαλές μέρος, μακριά από παιδιά και κατοικίδια ζώα. Τα δισκία δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται μετά την ημερομηνία λήξης που αναγράφεται στη συσκευασία.
Ανάλυση Δραστικής Ουσίας
Η ανάπτυξη αξιόπιστων αναλυτικών μεθόδων για τον προσδιορισμό της λερκανιδιπίνης και των προσμίξεών της σε φαρμακευτικά σκευάσματα είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της ποιότητας και της ασφάλειας του φαρμάκου. Οι Mihaljica et al. (2005) ανέπτυξαν μια μέθοδο υγρής χρωματογραφίας υψηλής απόδοσης (HPLC) για τον ταυτόχρονο προσδιορισμό της λερκανιδιπίνης και τριών συναφών προσμίξεων σε δισκία. Η προτεινόμενη μέθοδος επικυρώθηκε ως προς την εκλεκτικότητα, τη γραμμικότητα, την ακρίβεια και την ευαισθησία, αποδεικνύοντας την καταλληλότητά της για αναλύσεις ρουτίνας.
Πιο πρόσφατα, οι Mankar και Rachh (2021) διερεύνησαν τεχνικές ενίσχυσης της διαλυτότητας της λερκανιδιπίνης μέσω στερεών διασπορών, με στόχο τη βελτίωση της βιοδιαθεσιμότητας του φαρμάκου. Οι ερευνητές παρασκεύασαν και αξιολόγησαν στερεές διασπορές λερκανιδιπίνης χρησιμοποιώντας διάφορους φορείς, όπως τη λακτόζη και την PVP K-30, επιτυγχάνοντας σημαντική αύξηση της διαλυτότητας και του ρυθμού διάλυσης της δραστικής ουσίας σε σχέση με την καθαρή λερκανιδιπίνη.
Φαρμακοκινητική
Η λερκανιδιπίνη απορροφάται σχεδόν πλήρως από τον γαστρεντερικό σωλήνα μετά από του στόματος χορήγηση, αλλά υπόκειται σε εκτεταμένο μεταβολισμό πρώτης διόδου στο ήπαρ, με αποτέλεσμα απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα περίπου 10%. Η μέγιστη συγκέντρωση πλάσματος (Cmax) επιτυγχάνεται 1-3 ώρες μετά τη λήψη, ενώ η σταθερή κατάσταση επιτυγχάνεται μετά από 2-3 ημέρες θεραπείας. Η λερκανιδιπίνη συνδέεται έντονα με τις πρωτεΐνες του πλάσματος (>98%) και έχει μεγάλο όγκο κατανομής. Μεταβολίζεται κυρίως από το CYP3A4 σε ανενεργούς μεταβολίτες και αποβάλλεται κυρίως μέσω των κοπράνων. Ο χρόνος ημίσειας ζωής απέκκρισης κυμαίνεται από 8 έως 10 ώρες.
Αποτελεσματικότητα
Η λερκανιδιπίνη (φάρμακο Zanidip, Lercadip κ.α.) έχει αποδειχθεί αποτελεσματική στη μείωση της αρτηριακής πίεσης σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια υπέρταση. Σε κλινικές μελέτες, η λερκανιδιπίνη σε δόσεις 10-20 mg ημερησίως επέφερε σημαντική μείωση της συστολικής και διαστολικής πίεσης σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο (placebo). Η αντιυπερτασική δράση της λερκανιδιπίνης είναι συγκρίσιμη με εκείνη άλλων ανταγωνιστών διαύλων ασβεστίου, όπως η αμλοδιπίνη και η νιφεδιπίνη, ενώ παρουσιάζει καλύτερο προφίλ ανεκτικότητας, ιδιαίτερα όσον αφορά στο περιφερικό οίδημα.
Επιπλέον, ορισμένες μελέτες υποδηλώνουν ότι η λερκανιδιπίνη μπορεί να έχει ευεργετικές επιδράσεις πέρα από τη μείωση της αρτηριακής πίεσης. Για παράδειγμα, Vasigar και Batmanabane διαπίστωσαν ότι η λερκανιδιπίνη επέδειξε αντιφλεγμονώδη δράση σε πειραματικά μοντέλα, υποδηλώνοντας πιθανά οφέλη σε ασθενείς με υπέρταση και συνυπάρχουσες φλεγμονώδεις παθήσεις.
Κλινικές Μελέτες
Πολυάριθμες κλινικές μελέτες έχουν αξιολογήσει την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της λερκανιδιπίνης στη θεραπεία της υπέρτασης. Σε μια τυχαιοποιημένη, διπλά-τυφλή μελέτη σε 324 ασθενείς με ήπια έως μέτρια υπέρταση, η λερκανιδιπίνη σε δόσεις 10-20 mg ημερησίως μείωσε σημαντικά την αρτηριακή πίεση σε σύγκριση με το placebo, ενώ ήταν γενικά καλά ανεκτή. Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν σε μια μετα-ανάλυση 18 κλινικών δοκιμών, η οποία επιβεβαίωσε την αντιυπερτασική αποτελεσματικότητα της λερκανιδιπίνης και το ευνοϊκό προφίλ ανεκτικότητας.
Μια μακροχρόνια μελέτη παρακολούθησης αξιολόγησε την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της λερκανιδιπίνης σε 2199 ασθενείς με υπέρταση για διάστημα 6 μηνών. Η θεραπεία με λερκανιδιπίνη συσχετίστηκε με σημαντική μείωση της αρτηριακής πίεσης και βελτίωση του λιπιδαιμικού προφίλ, ενώ οι ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν σπάνιες και ήπιες. Αυτά τα ευρήματα υποστηρίζουν τη μακροχρόνια αποτελεσματικότητα και ασφάλεια της λερκανιδιπίνης στην κλινική πράξη.
Εκτός από τις κλινικές μελέτες που αξιολογούν την αποτελεσματικότητα της λερκανιδιπίνης, έχουν διεξαχθεί έρευνες για τη βελτιστοποίηση των φαρμακοτεχνικών χαρακτηριστικών και της βιοδιαθεσιμότητας του φαρμάκου. Οι Mankar και Rachh διερεύνησαν τεχνικές ενίσχυσης της διαλυτότητας της λερκανιδιπίνης μέσω στερεών διασπορών, με στόχο τη βελτίωση της απορρόφησης και της αποτελεσματικότητας του φαρμάκου, ανοίγοντας νέους ορίζοντες για την ανάπτυξη βελτιωμένων φαρμακοτεχνικών μορφών.
Εν Συντομία
Η λερκανιδιπίνη (φάρμακο Zanidip, Lercadip κ.α.) είναι ένας εκλεκτικός ανταγωνιστής των διαύλων ασβεστίου που χρησιμοποιείται ως αντιυπερτασικό φάρμακο για τη θεραπεία της ιδιοπαθούς υπέρτασης σε ενήλικες. Δρα χαλαρώνοντας τα αιμοφόρα αγγεία, μειώνοντας την περιφερική αγγειακή αντίσταση και την αρτηριακή πίεση. Η λερκανιδιπίνη απορροφάται σχεδόν πλήρως από τον γαστρεντερικό σωλήνα, αλλά υπόκειται σε εκτεταμένο μεταβολισμό πρώτης διόδου στο ήπαρ. Κλινικές μελέτες έχουν αποδείξει την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της λερκανιδιπίνης στη μείωση της αρτηριακής πίεσης, ενώ πρόσφατες έρευνες υποδηλώνουν πιθανές αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Ωστόσο, η χρήση της λερκανιδιπίνης απαιτεί ιατρική καθοδήγηση και παρακολούθηση για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου ανεπιθύμητων ενεργειών και αλληλεπιδράσεων με άλλα φάρμακα. Η αυτοχορήγηση πρέπει να αποφεύγεται ρητά και οι ασθενείς θα πρέπει να συμβουλεύονται πάντα τον θεράποντα ιατρό τους και να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες χρήσης του φαρμάκου.
elpedia.gr
ΠΡΟΣΟΧΗ: Είναι ζωτικής σημασίας να μην λαμβάνετε ποτέ κανένα φαρμακευτικό σκεύασμα χωρίς την επίβλεψη και καθοδήγηση ενός ειδικευμένου ιατρού. Να συμβουλεύεστε πάντοτε το ένθετο φυλλάδιο οδηγιών του εκάστοτε φαρμακευτικού προϊόντος που σας έχει συνταγογραφηθεί, καθώς ο κάθε φαρμακευτικός οίκος περιγράφει με ακρίβεια τις ιδιαίτερες προδιαγραφές που αφορούν το συγκεκριμένο σκεύασμα, και οι οποίες ενδέχεται να επικαιροποιούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Σημειώνεται ότι οι εμπορικές ονομασίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο αντιστοιχούν σε ευρέως γνωστά φαρμακευτικά σκευάσματα που περιέχουν τις δραστικές ουσίες υπό ανάλυση. Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με τη σύνθεση του εκάστοτε φαρμάκου. Το παρόν άρθρο εστιάζει στην ανάλυση της δραστικής ουσίας και όχι στην εμπορική ονομασία του φαρμάκου. Η αναφορά των εμπορικών ονομασιών γίνεται αποκλειστικά για τη διευκόλυνση των αναγνωστών, οι οποίοι θα πρέπει να μελετούν προσεκτικά το φύλλο οδηγιών κάθε εμπορικού σκευάσματος που χρησιμοποιούν. Είναι απαραίτητο να έχετε στενή συνεργασία με τον θεράποντα ιατρό σας και τον φαρμακοποιό σας. Η αυτοχορήγηση οποιουδήποτε φαρμάκου εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την υγεία σας και πρέπει να αποφεύγεται ρητά.
Βιβλιογραφία
- P Vasigar, M Batmanabane – Journal of Pharmacology and Pharmacotherapeutics, 2013 journals.sagepub
- S Mihaljica, D Radulović, J Trbojević – Chromatographia, 2005 – Springer link.springer
- SD Mankar, PR Rachh – 2021 academia.edu