Ιμπρουτινίμπη: φάρμακο Imbruvica | Παρενέργειες | Οδηγίες Χρήσεως | Πληροφορίες

Φάρμακο Imbruvica (ιμπρουτινίμπη) - Αναστολέας BTK για καρκίνο αίματοςΤι είναι η ιμπρουτινίμπη (ibrutinib)

Η ιμπρουτινίμπη (ibrutinib) είναι ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ορισμένων τύπων καρκίνου του αίματος, όπως η χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία (ΧΛΛ), το λέμφωμα μανδύα και η μακροσφαιριναιμία Waldenström. Στην Ελλάδα, κυκλοφορεί με το εμπορικό όνομα Imbruvica, ενώ σε άλλες χώρες μπορεί να βρεθεί με διαφορετικά ονόματα, όπως Ibrutinib Teva (Ισραήλ), Ibrance (ΗΠΑ) κ.α.

Η ιμπρουτινίμπη ανακαλύφθηκε το 2007 από ερευνητές της φαρμακευτικής εταιρείας Pharmacyclics Inc. και εγκρίθηκε για πρώτη φορά από τον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) το 2013. Έκτοτε, έχουν διεξαχθεί πολλές κλινικές μελέτες που αξιολογούν την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της ιμπρουτινίμπης σε διάφορους τύπους καρκίνου του αίματος. Σε αυτό το άρθρο, θα αναλύσουμε τα ευρήματα από μελέτες που δημοσιεύτηκαν σε έγκριτα ιατρικά περιοδικά, όπως το New England Journal of Medicine και το Small Molecules in Oncology.

 

Μηχανισμός δράσης, Χημική δομή και Θεραπευτική κατηγορία

Η ιμπρουτινίμπη ανήκει στην κατηγορία των αναστολέων της κινάσης Bruton’s tyrosine (BTK), μιας πρωτεΐνης που διαδραματίζει καίριο ρόλο στην ανάπτυξη και επιβίωση των Β-λεμφοκυττάρων. Η BTK είναι υπερδραστήρια σε πολλούς τύπους καρκίνου του αίματος, οδηγώντας σε ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων. Η ιμπρουτινίμπη δεσμεύεται ειδικά στην BTK, αναστέλλοντας τη δραστηριότητά της και επιβραδύνοντας την εξέλιξη της νόσου.

Χημικά, η ιμπρουτινίμπη είναι μια μικρή οργανική ένωση με μοριακό τύπο C25H24N6O2. Η δομή της περιλαμβάνει έναν πυρρολο[2,3-d]πυριμιδινικό δακτύλιο συνδεδεμένο με μια φαινυλαλανίνη και μια πιπεριδίνη. Αυτή η δομή επιτρέπει στο μόριο να προσδένεται με υψηλή συγγένεια και εξειδίκευση στην BTK.

Θεραπευτικά, η ιμπρουτινίμπη κατατάσσεται ως στοχευμένος αντικαρκινικός παράγοντας. Σε αντίθεση με την κλασική χημειοθεραπεία, που επηρεάζει όλα τα ταχέως διαιρούμενα κύτταρα, η ιμπρουτινίμπη στοχεύει ειδικά τα καρκινικά κύτταρα που εξαρτώνται από τη σηματοδότηση της BTK για την επιβίωσή τους. Αυτή η εξειδικευμένη δράση μειώνει τις παρενέργειες και βελτιώνει την ποιότητα ζωής των ασθενών.

 

Ενδείξεις για το φάρμακο Imbruvica

Η ιμπρουτινίμπη ενδείκνυται για τη θεραπεία ενηλίκων ασθενών με:

  • Χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία (ΧΛΛ) που δεν έχουν λάβει προηγούμενη θεραπεία ή έχουν υποτροπιάσει μετά από προηγούμενες θεραπείες.
  • Λέμφωμα από κύτταρα του μανδύα (MCL) που έχει υποτροπιάσει ή δεν ανταποκρίνεται σε άλλες θεραπείες.
  • Μακροσφαιριναιμία Waldenström (WM).

 

Αντενδείξεις και Προφυλάξεις

Η ιμπρουτινίμπη αντενδείκνυται σε ασθενείς με:

  • Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα.
  • Σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία.

Πριν από την έναρξη της θεραπείας, θα πρέπει να αξιολογούνται:

  • Η ηπατική και νεφρική λειτουργία.
  • Ο κίνδυνος αιμορραγίας, ειδικά εάν ο ασθενής λαμβάνει αντιπηκτικά ή αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα.
  • Ο κίνδυνος λοιμώξεων, συμπεριλαμβανομένων των ευκαιριακών λοιμώξεων.

 

Ειδικές προειδοποιήσεις για ηλικιωμένους, παιδιά και εγκύους

  • Ηλικιωμένοι: Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης, αλλά συνιστάται στενή παρακολούθηση λόγω της αυξημένης συχνότητας ανεπιθύμητων ενεργειών.
  • Παιδιά: Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα σε παιδιά δεν έχουν ακόμη τεκμηριωθεί.
  • Εγκυμοσύνη: Η ιμπρουτινίμπη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, εκτός εάν είναι σαφώς απαραίτητο. Οι γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία πρέπει να χρησιμοποιούν αποτελεσματική αντισύλληψη.

 

Δοσολογία και χορήγηση

Η συνιστώμενη δόση ιμπρουτινίμπης είναι:

  • Για ΧΛΛ και λέμφωμα μανδύα: 420 mg (τρία καψάκια των 140 mg) μία φορά την ημέρα.
  • Για μακροσφαιριναιμία Waldenström: 420 mg (τρία καψάκια των 140 mg) μία φορά την ημέρα.

Τα καψάκια πρέπει να καταπίνονται ολόκληρα με νερό. Μπορούν να λαμβάνονται με ή χωρίς τροφή.

 

Τι να κάνω αν παραλείψω μια δόση ιμπρουτινίμπης;

Εάν παραλείψετε μια δόση, πάρτε την αμέσως μόλις το θυμηθείτε την ίδια ημέρα. Εάν δεν το θυμηθείτε μέχρι την επόμενη ημέρα, παραλείψτε τη χαμένη δόση και συνεχίστε το κανονικό πρόγραμμα δοσολογίας. Μην πάρετε διπλή δόση για να αναπληρώσετε μια δόση που ξεχάσατε.

Σημειώνεται ότι σε όλες τις περιπτώσεις, η έναρξη, προσαρμογή ή διακοπή της θεραπείας με ιμπρουτινίμπη πρέπει να γίνεται υπό την επίβλεψη έμπειρου αιματολόγου ή ογκολόγου. Οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνουν τον γιατρό τους για οποιεσδήποτε παρενέργειες ή αλλαγές στην κατάσταση της υγείας τους κατά τη διάρκεια της θεραπείας.

 

Υπερδοσολογία

Σε περίπτωση υπερδοσολογίας με ιμπρουτινίμπη, οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν:

  • Αυξημένο κίνδυνο αιμορραγίας
  • Σοβαρές λοιμώξεις
  • Ηπατοτοξικότητα
  • Διαταραχές του καρδιακού ρυθμού

Δεν υπάρχει ειδικό αντίδοτο για την υπερδοσολογία ιμπρουτινίμπης. Η διαχείριση περιλαμβάνει υποστηρικτικά μέτρα και στενή παρακολούθηση των ζωτικών λειτουργιών. Σε σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να απαιτηθεί νοσηλεία σε μονάδα εντατικής θεραπείας.

 

Παρενέργειες

Οι συχνότερες παρενέργειες της ιμπρουτινίμπης περιλαμβάνουν:

  • Διάρροια
  • Κόπωση
  • Ναυτία
  • Μυαλγία και αρθραλγία
  • Εξάνθημα
  • Πυρετός
  • Ουδετεροπενία και άλλες αιματολογικές διαταραχές

Σπανιότερα, μπορεί να εμφανιστούν σοβαρές παρενέργειες όπως:

  • Κολπική μαρμαρυγή και άλλες αρρυθμίες
  • Υπέρταση
  • Ηπατοτοξικότητα
  • Αυξημένος κίνδυνος λοιμώξεων, συμπεριλαμβανομένων ευκαιριακών λοιμώξεων όπως η πνευμονία από Pneumocystis jirovecii
  • Αυξημένος κίνδυνος αιμορραγίας, ειδικά σε ασθενείς που παίρνουν αντιπηκτικά ή αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα
  • Σύνδρομο λύσης όγκου

Οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνουν αμέσως τον γιατρό τους εάν παρουσιάσουν οποιαδήποτε σοβαρή ή επίμονη παρενέργεια.

 

Αλληλεπιδράσεις

Αλληλεπιδράσεις φαρμάκου-φαρμάκου

Η ιμπρουτινίμπη μεταβολίζεται στο ήπαρ από το κυτόχρωμα P450 3A4 (CYP3A4). Ως εκ τούτου, η ταυτόχρονη χρήση με ισχυρούς αναστολείς ή επαγωγείς του CYP3A4 μπορεί να επηρεάσει τα επίπεδα της ιμπρουτινίμπης στο αίμα.

  • Ισχυροί αναστολείς του CYP3A4 (όπως κετοκοναζόλη, ιτρακοναζόλη, κλαριθρομυκίνη) μπορεί να αυξήσουν την έκθεση στην ιμπρουτινίμπη, οδηγώντας σε αυξημένο κίνδυνο τοξικότητας.
  • Ισχυροί επαγωγείς του CYP3A4 (όπως ριφαμπικίνη, φαινυτοΐνη, καρβαμαζεπίνη) μπορεί να μειώσουν την έκθεση στην ιμπρουτινίμπη, οδηγώντας σε μειωμένη αποτελεσματικότητα.

Η ιμπρουτινίμπη μπορεί επίσης να αυξήσει τον κίνδυνο αιμορραγίας σε ασθενείς που λαμβάνουν αντιπηκτικά ή αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα.

 

Αλληλεπιδράσεις φαρμάκου-τροφής

Η ιμπρουτινίμπη μπορεί να ληφθεί με ή χωρίς τροφή. Ωστόσο, η ταυτόχρονη λήψη με χυμό γκρέιπφρουτ ή με σεβίλλης πορτοκάλια πρέπει να αποφεύγεται, καθώς αυτά μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα του φαρμάκου στο αίμα.

 

Πρόσθετες σημαντικές πληροφορίες

Η ανάπτυξη ανθεκτικότητας στην ιμπρουτινίμπη αποτελεί μια αναδυόμενη πρόκληση στη θεραπεία της ΧΛΛ και άλλων κακοηθειών των Β-κυττάρων. Οι μηχανισμοί ανθεκτικότητας περιλαμβάνουν μεταλλάξεις στο γονίδιο BTK ή σε άλλα μόρια της σηματοδοτικής οδού των Β-κυτταρικών υποδοχέων. Οι στρατηγικές για την αντιμετώπιση της ανθεκτικότητας βρίσκονται υπό ενεργή διερεύνηση, συμπεριλαμβανομένων συνδυαστικών θεραπειών και νέων στοχευμένων παραγόντων.

Η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια της ιμπρουτινίμπης (φάρμακο Imbruvica, Ibrutinib Teva, Ibrance κ.α.) έχουν τεκμηριωθεί σε πολλές κλινικές δοκιμές φάσης 2 και 3. Σε μια βασική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο New England Journal of Medicine, η ιμπρουτινίμπη ως αρχική θεραπεία για ασθενείς με ΧΛΛ οδήγησε σε σημαντικά υψηλότερα ποσοστά ανταπόκρισης και επιβίωσης χωρίς εξέλιξη της νόσου σε σύγκριση με τη χλωραμβουκίλη (Burger et al.). Σε άλλη μελέτη, η ιμπρουτινίμπη ήταν αποτελεσματική σε ασθενείς με υποτροπιάζουσα ή ανθεκτική μακροσφαιριναιμία Waldenström, με ποσοστό συνολικής ανταπόκρισης 91% (Treon et al.).

Μετεγκριτικές μελέτες και δεδομένα από την πραγματική κλινική πρακτική έχουν επιβεβαιώσει γενικά την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της ιμπρουτινίμπης, ενώ έχουν επίσης αναδείξει ζητήματα όπως την ανάπτυξη ανθεκτικότητας και τη μακροπρόθεσμη τοξικότητα. Η συνεχής φαρμακοεπαγρύπνηση είναι απαραίτητη για τον εντοπισμό και την κατανόηση σπάνιων ανεπιθύμητων ενεργειών και για τη βελτιστοποίηση της χρήσης του φαρμάκου στην κλινική πρακτική.

Φαρμακοκινητικά, η ιμπρουτινίμπη απορροφάται ταχέως μετά από του στόματος χορήγηση, με μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα εντός 1-2 ωρών. Η βιοδιαθεσιμότητα εκτιμάται σε περίπου 3%, λόγω εκτεταμένου μεταβολισμού πρώτης διόδου στο έντερο και το ήπαρ από το ένζυμο CYP3A4. Η ιμπρουτινίμπη και ο ενεργός μεταβολίτης της, PCI-45227, δεσμεύονται σε μεγάλο βαθμό (>97%) στις πρωτεΐνες του πλάσματος. Η αποβολή γίνεται κυρίως μέσω των κοπράνων.

 

Αποτελεσματικότητα

Η αποτελεσματικότητα της ιμπρουτινίμπης έχει αξιολογηθεί σε πολλές κλινικές μελέτες και έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει σημαντικά την έκβαση για ασθενείς με διάφορους τύπους κακοηθειών των Β-κυττάρων. Συστηματικές ανασκοπήσεις και μετα-αναλύσεις έχουν συνοψίσει τα στοιχεία από αυτές τις μελέτες, παρέχοντας ισχυρή υποστήριξη για τη χρήση της ιμπρουτινίμπης ως θεραπεία πρώτης γραμμής για ΧΛΛ και ως θεραπεία για υποτροπιάζουσα ή ανθεκτική νόσο σε άλλες ενδείξεις.

Σε μια μετα-ανάλυση 13 κλινικών δοκιμών, η ιμπρουτινίμπη σχετίστηκε με σημαντικά υψηλότερα ποσοστά συνολικής ανταπόκρισης, πλήρους ανταπόκρισης και επιβίωσης χωρίς εξέλιξη της νόσου σε σύγκριση με άλλες θεραπείες για ΧΛΛ, λέμφωμα μανδύα και μακροσφαιριναιμία Waldenström (Charalambous and Schwarzbich). Η ανάλυση επιβεβαίωσε επίσης το ευνοϊκό προφίλ ασφάλειας της ιμπρουτινίμπης, με τις περισσότερες ανεπιθύμητες ενέργειες να είναι διαχειρίσιμες βαθμού 1-2.

Παρά τα εντυπωσιακά αποτελέσματα, η ανάπτυξη ανθεκτικότητας και η υποτροπή της νόσου εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικές προκλήσεις στη θεραπεία με ιμπρουτινίμπη. Τρέχουσες ερευνητικές κατευθύνσεις επικεντρώνονται στην κατανόηση των μηχανισμών ανθεκτικότητας και στην ανάπτυξη στρατηγικών για την πρόβλεψη, πρόληψη ή αντιμετώπισή της. Αυτές περιλαμβάνουν τη διερεύνηση των κύριων μονοπατιών σηματοδότησης εκτός του BCR, τον εντοπισμό βιοδεικτών ανταπόκρισης και ανθεκτικότητας και τη δοκιμή συνδυαστικών θεραπειών που στοχεύουν πολλαπλούς ογκογόνους μηχανισμούς.

Μία πολλά υποσχόμενη προσέγγιση είναι ο συνδυασμός ιμπρουτινίμπης με αναστολείς BCL-2 όπως η βενετοκλάξη. Σε μια κλινική δοκιμή φάσης 2, ο συνδυασμός ιμπρουτινίμπης-βενετοκλάξης οδήγησε σε εντυπωσιακά υψηλά ποσοστά πλήρους ανταπόκρισης σε ασθενείς με υποτροπιάζουσα/ανθεκτική ΧΛΛ, με πολλούς να επιτυγχάνουν αρνητικότητα ελάχιστης υπολειμματικής νόσου (MRD). Μεγαλύτερες μελέτες αυτού και άλλων συνδυασμών με βάση την ιμπρουτινίμπη βρίσκονται σε εξέλιξη.

Μακροπρόθεσμα, η έρευνα στοχεύει στην εξατομίκευση της θεραπείας με ιμπρουτινίμπη με βάση τα μοριακά χαρακτηριστικά κάθε ασθενούς και της νόσου του. Η ενσωμάτωση γενομικών προφίλ, αναλύσεων μονήρων κυττάρων και προηγμένων τεχνικών απεικόνισης θα μπορούσε να επιτρέψει την πρόβλεψη της ανταπόκρισης στη θεραπεία, την παρακολούθηση της MRD και την έγκαιρη ανίχνευση της ανθεκτικότητας. Η περαιτέρω ανάπτυξη νέων BTK αναστολέων με βελτιωμένα προφίλ εκλεκτικότητας και ασφάλειας παραμένει μια ενεργή περιοχή έρευνας.

Συνολικά, η ιμπρουτινίμπη αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό άλμα στη θεραπεία των Β-κυτταρικών κακοηθειών, με ισχυρά στοιχεία αποτελεσματικότητας στη ΧΛΛ, το λέμφωμα μανδύα και τη μακροσφαιριναιμία Waldenström. Ωστόσο, η ανάπτυξη ανθεκτικότητας παραμένει μια πρόκληση. Τρέχουσες και μελλοντικές ερευνητικές κατευθύνσεις επικεντρώνονται στην ανάπτυξη πιο εξατομικευμένων και αποτελεσματικών στρατηγικών για τη βελτιστοποίηση της χρήσης των αναστολέων BTK στην καταπολέμηση αυτών των απειλητικών για τη ζωή νόσων.

 

Συνοπτικά

Η ιμπρουτινίμπη (φάρμακο Imbruvica, Ibrutinib Teva, Ibrance κ.α.) είναι ένας αναστολέας της κινάσης Bruton’s tyrosine (BTK) που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία διαφόρων κακοηθειών των Β-κυττάρων, συμπεριλαμβανομένης της χρόνιας λεμφοκυτταρικής λευχαιμίας (ΧΛΛ), του λεμφώματος μανδύα και της μακροσφαιριναιμίας Waldenström. Έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει σημαντικά την έκβαση για τους ασθενείς, με υψηλά ποσοστά ανταπόκρισης και παρατεταμένη επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου. Ωστόσο, η ανάπτυξη ανθεκτικότητας παραμένει μια πρόκληση. Οι τρέχουσες ερευνητικές κατευθύνσεις επικεντρώνονται στην κατανόηση των μηχανισμών ανθεκτικότητας, τη δοκιμή συνδυαστικών θεραπειών και την ανάπτυξη εξατομικευμένων προσεγγίσεων θεραπείας. Παρά το γενικά ευνοϊκό προφίλ ασφάλειας, η ιμπρουτινίμπη μπορεί να προκαλέσει σημαντικές παρενέργειες που απαιτούν προσεκτική παρακολούθηση. Η στενή συνεργασία μεταξύ ασθενών και ιατρών είναι απαραίτητη για τη βελτιστοποίηση της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας της θεραπείας με ιμπρουτινίμπη.

elpedia.gr

 

ΠΡΟΣΟΧΗ: Είναι ζωτικής σημασίας να μην λαμβάνετε ποτέ κανένα φαρμακευτικό σκεύασμα χωρίς την επίβλεψη και καθοδήγηση ενός ειδικευμένου ιατρού. Να συμβουλεύεστε πάντοτε το ένθετο φυλλάδιο οδηγιών του εκάστοτε φαρμακευτικού προϊόντος που σας έχει συνταγογραφηθεί, καθώς ο κάθε φαρμακευτικός οίκος περιγράφει με ακρίβεια τις ιδιαίτερες προδιαγραφές που αφορούν το συγκεκριμένο σκεύασμα, και οι οποίες ενδέχεται να επικαιροποιούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Σημειώνεται ότι οι εμπορικές ονομασίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο αντιστοιχούν σε ευρέως γνωστά φαρμακευτικά σκευάσματα που περιέχουν τις δραστικές ουσίες υπό ανάλυση. Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με τη σύνθεση του εκάστοτε φαρμάκου. Το παρόν άρθρο εστιάζει στην ανάλυση της δραστικής ουσίας και όχι στην εμπορική ονομασία του φαρμάκου. Η αναφορά των εμπορικών ονομασιών γίνεται αποκλειστικά για τη διευκόλυνση των αναγνωστών, οι οποίοι θα πρέπει να μελετούν προσεκτικά το φύλλο οδηγιών κάθε εμπορικού σκευάσματος που χρησιμοποιούν. Είναι απαραίτητο να έχετε στενή συνεργασία με τον θεράποντα ιατρό σας και τον φαρμακοποιό σας. Η αυτοχορήγηση οποιουδήποτε φαρμάκου εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την υγεία σας και πρέπει να αποφεύγεται ρητά.

 

Βιβλιογραφία

  • Burger, J. A., Tedeschi, A., Barr, P. M., Robak, T., Owen, C., Ghia, P., … & Kipps, T. J. (2015). Ibrutinib as initial therapy for patients with chronic lymphocytic leukemia. New England Journal of Medicine, 373(25), 2425-2437. nejm.org
  • Charalambous, A., & Schwarzbich, M. A. (2018). Ibrutinib. Small Molecules in Oncology, 215-226. springer.com
  • Treon, S. P., Tripsas, C. K., Meid, K., Warren, D., Varma, G., Green, R., … & Castillo, J. J. (2015). Ibrutinib in previously treated Waldenström’s macroglobulinemia. New England Journal of Medicine, 372(15), 1430-1440. nejm.org

Zeen is a next generation WordPress theme. It’s powerful, beautifully designed and comes with everything you need to engage your visitors and increase conversions.