Τι είναι η βινορελμπίνη;
Η βινορελμπίνη (vinorelbine) είναι ένα αντινεοπλασματικό φάρμακο που χρησιμοποιείται στη θεραπεία διαφόρων τύπων καρκίνου. Κυκλοφορεί με εμπορικές ονομασίες όπως το φάρμακο Zaolin, Navelbine, Filvela κ.α. Ανήκει στην κατηγορία των αλκαλοειδών της vinca και δρα αναστέλλοντας τον πολυμερισμό της πρωτεΐνης τουμπουλίνης, διαταράσσοντας έτσι τη λειτουργία της μιτωτικής ατράκτου και οδηγώντας σε αναστολή της κυτταρικής διαίρεσης.
Η βινορελμπίνη αναπτύχθηκε από Γάλλους ερευνητές στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και εγκρίθηκε αρχικά για κλινική χρήση το 1989 στη Γαλλία. Έκτοτε, έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στη θεραπεία του μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα και του μεταστατικού καρκίνου του μαστού.
Στο παρόν άρθρο θα αναλύσουμε διάφορες επιστημονικές μελέτες και ιατρικά περιοδικά που διερευνούν την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της βινορελμπίνης στη θεραπεία του καρκίνου, συμπεριλαμβανομένων κλινικών δοκιμών φάσης II και μελετών τοξικότητας σε πειραματόζωα. Θα εξετάσουμε επίσης νεότερες εξελίξεις, όπως η ανάπτυξη μεθόδων για την ταυτόχρονη ποσοτικοποίηση της βινορελμπίνης και άλλων χημειοθεραπευτικών παραγόντων σε λιποσωμικά σκευάσματα.
Χρήσεις
Η βινορελμπίνη (φάρμακο Zaolin, Navelbine, Filvela κ.α.) χρησιμοποιείται κυρίως για τη θεραπεία του προχωρημένου μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα (NSCLC) και του μεταστατικού καρκίνου του μαστού. Συχνά συνδυάζεται με άλλους χημειοθεραπευτικούς παράγοντες, όπως η σισπλατίνη, για βελτιωμένη αποτελεσματικότητα. Σε μια κλινική δοκιμή φάσης II που διερεύνησε τη χρήση της βινορελμπίνης (φάρμακο Zaolin, Navelbine, Filvela κ.α.) σε ασθενείς με μεταστατικό μελάνωμα χωρίς προηγούμενη θεραπεία, παρατηρήθηκε μέτρια δραστικότητα με ποσοστό ανταπόκρισης 16% (Jimeno et al., 2005). Επιπλέον, η βινορελμπίνη (φάρμακο Zaolin, Navelbine, Filvela κ.α.) έχει επιδείξει υποσχόμενα αποτελέσματα στη θεραπεία άλλων συμπαγών όγκων, όπως ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης, ο καρκίνος του προστάτη και ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας.
Ανεπιθύμητες Ενέργειες της Βινορελμπίνης (φάρμακο Zaolin, Filvela κ.α.)
Όπως και με άλλα χημειοθεραπευτικά φάρμακα, η θεραπεία με βινορελμπίνη μπορεί να προκαλέσει διάφορες ανεπιθύμητες ενέργειες. Οι συχνότερες παρενέργειες περιλαμβάνουν:
- Μυελοκαταστολή (ουδετεροπενία, αναιμία, θρομβοπενία)
- Ναυτία και έμετος
- Διάρροια ή δυσκοιλιότητα
- Στοματίτιδα
- Κόπωση και αδυναμία
- Περιφερική νευροπάθεια
- Αλωπεκία
Σπανιότερες αλλά δυνητικά σοβαρές παρενέργειες μπορεί να περιλαμβάνουν πνευμονική τοξικότητα, ηπατοτοξικότητα και σύνδρομο λύσης όγκου. Οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά για σημεία και συμπτώματα αυτών των επιπλοκών κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Προφυλάξεις
Πριν από την έναρξη της θεραπείας με βινορελμπίνη, οι ασθενείς θα πρέπει να υποβληθούν σε πλήρη αιματολογικό και βιοχημικό έλεγχο για την αξιολόγηση της νεφρικής και ηπατικής λειτουργίας. Η δόση θα πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με την ηπατική λειτουργία και τον αριθμό των ουδετερόφιλων. Η βινορελμπίνη αντενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρή ουδετεροπενία ή σημαντική ηπατική δυσλειτουργία.
Οι ασθενείς θα πρέπει επίσης να ενημερώνονται για την πιθανότητα εμφάνισης παρενεργειών και να καθοδηγούνται σχετικά με τη σωστή διαχείρισή τους. Για παράδειγμα, αντιεμετικά φάρμακα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον έλεγχο της ναυτίας και του εμέτου, ενώ η προφυλακτική χρήση αντιβιοτικών μπορεί να είναι απαραίτητη σε ασθενείς με σοβαρή ουδετεροπενία για την πρόληψη λοιμώξεων.
Σε μελέτες σε ζώα, η μακροχρόνια τοξικότητα της βινορελμπίνης στα ανοσοποιητικά και αιμοποιητικά συστήματα έχει επισημανθεί ως πιθανή ανησυχία (Pei et al., 2014). Ως εκ τούτου, συνιστάται μακροχρόνια παρακολούθηση των ασθενών που λαμβάνουν αυτό το φάρμακο για πιθανές απώτερες επιπτώσεις.
Αλληλεπιδράσεις
Η βινορελμπίνη μπορεί να αλληλεπιδράσει με διάφορα άλλα φάρμακα, επηρεάζοντας τη φαρμακοκινητική ή τη φαρμακοδυναμική τους. Οι ισχυροί αναστολείς του CYP3A4, όπως η κετοκοναζόλη, η ιτρακοναζόλη και η κλαριθρομυκίνη, μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα της βινορελμπίνης (φάρμακο Zaolin, Navelbine, Filvela κ.α.) στο πλάσμα, οδηγώντας σε αυξημένη τοξικότητα. Αντίθετα, οι επαγωγείς του CYP3A4, όπως η ριφαμπικίνη και η φαινυτοΐνη, μπορεί να μειώσουν τη συγκέντρωση της βινορελμπίνης (φάρμακο Zaolin, Navelbine, Filvela κ.α.) και να ελαττώσουν την αποτελεσματικότητά της. Επιπλέον, τα φάρμακα που επηρεάζουν τη λειτουργία των μικροσωληνίσκων, όπως η πακλιταξέλη, μπορεί να έχουν συνεργιστική ή ανταγωνιστική δράση με τη βινορελμπίνη (φάρμακο Zaolin, Navelbine, Filvela κ.α.). Οι συνδυασμοί αυτοί θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή και υπό στενή ιατρική παρακολούθηση.
Υπερβολική Δόση
Η υπερδοσολογία με βινορελμπίνη μπορεί να προκαλέσει σοβαρές και δυνητικά απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές, όπως σοβαρή μυελοκαταστολή, γαστρεντερική τοξικότητα και νευροτοξικότητα. Τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν πυρετό, ρίγη, αιμορραγία, σοβαρή διάρροια και έντονη περιφερική νευροπάθεια. Σε περίπτωση υπερδοσολογίας, οι ασθενείς θα πρέπει να νοσηλεύονται και να λαμβάνουν υποστηρικτική φροντίδα, συμπεριλαμβανομένων των αυξητικών παραγόντων των κοκκιοκυττάρων, των αντιβιοτικών, των μεταγγίσεων αίματος και της ενυδάτωσης, ανάλογα με τις ανάγκες. Δεν υπάρχει ειδικό αντίδοτο για τη βινορελμπίνη και η διαχείριση της υπερδοσολογίας βασίζεται κυρίως σε συμπτωματικά μέτρα.
Φύλαξη φαρμάκου
Η βινορελμπίνη θα πρέπει να φυλάσσεται σε ασφαλές μέρος, μακριά από παιδιά και κατοικίδια ζώα. Τα ενέσιμα διαλύματα βινορελμπίνης πρέπει να φυλάσσονται σε ψυγείο (2-8°C) και να προστατεύονται από το φως. Τα φιαλίδια δεν πρέπει να καταψύχονται και θα πρέπει να χρησιμοποιούνται αμέσως μετά το άνοιγμα. Τα διαλύματα για έγχυση που έχουν αραιωθεί με φυσιολογικό ορό ή ενέσιμο ύδωρ είναι σταθερά για 24 ώρες στους 2-8°C και για 12 ώρες σε θερμοκρασία δωματίου.
Ανάλυση Δραστικής Ουσίας
Η ανάπτυξη αξιόπιστων και ευαίσθητων αναλυτικών μεθόδων για την ποσοτικοποίηση της βινορελμπίνης και των μεταβολιτών της είναι απαραίτητη για τη βελτιστοποίηση των θεραπευτικών σχημάτων και την παρακολούθηση των επιπέδων του φαρμάκου στους ασθενείς. Οι Bonde et al. (2019) ανέπτυξαν μια μέθοδο HPLC (Υγρή Χρωματογραφία Υψηλής Απόδοσης) με σχεδιασμό ποιότητας (QbD) για την ταυτόχρονη εκτίμηση της πακλιταξέλης και της βινορελμπίνης σε λιποσώματα διπλής φόρτισης φαρμάκου. Η μέθοδος επικυρώθηκε ως προς τη γραμμικότητα, την ακρίβεια, την επαναληψιμότητα και τη σταθερότητα, καθιστώντας την κατάλληλη για τη μελέτη νέων σκευασμάτων που συνδυάζουν αυτά τα δύο χημειοθεραπευτικά φάρμακα.
Φαρμακολογικές Ιδιότητες
Φαρμακοκινητική
Η βινορελμπίνη (φάρμακο Zaolin κ.α.) χορηγείται συνήθως ενδοφλεβίως, με τη μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα να επιτυγχάνεται αμέσως μετά την έγχυση. Η φαρμακοκινητική της βινορελμπίνης (φάρμακο Zaolin, Navelbine, Filvela κ.α.) χαρακτηρίζεται από ταχεία κατανομή στους ιστούς και εκτεταμένο μεταβολισμό στο ήπαρ από το κυτόχρωμα P450 CYP3A4. Ο χρόνος ημίσειας ζωής αποβολής κυμαίνεται από 20 έως 40 ώρες, με την απέκκριση να γίνεται κυρίως μέσω της χολής και των κοπράνων. Η νεφρική απέκκριση αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 10% της χορηγούμενης δόσης. Η φαρμακοκινητική της βινορελμπίνης (φάρμακο Zaolin, Navelbine, Filvela κ.α.) μπορεί να επηρεαστεί από τη συγχορήγηση άλλων φαρμάκων, καθώς και από την ηπατική και νεφρική λειτουργία των ασθενών.
Αποτελεσματικότητα
Η βινορελμπίνη έχει επιδείξει σημαντική αντινεοπλασματική δράση σε διάφορους τύπους συμπαγών όγκων. Στον μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα (NSCLC), η βινορελμπίνη σε συνδυασμό με τη σισπλατίνη έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει το ποσοστό ανταπόκρισης, την επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου και τη συνολική επιβίωση σε σύγκριση με τη μονοθεραπεία με σισπλατίνη. Στον μεταστατικό καρκίνο του μαστού, η βινορελμπίνη έχει δείξει δραστικότητα τόσο ως μονοθεραπεία όσο και σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, όπως η καπεσιταβίνη και η τραστουζουμάμπη. Επιπλέον, υπάρχουν ενδείξεις ότι η βινορελμπίνη μπορεί να είναι αποτελεσματική σε άλλους τύπους καρκίνου, όπως ο καρκίνος του προστάτη και το μελάνωμα.
Κλινικές Μελέτες
Πολυάριθμες κλινικές μελέτες έχουν αξιολογήσει την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της βινορελμπίνης σε διάφορους τύπους καρκίνου. Σε μια τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή φάσης III σε ασθενείς με προχωρημένο NSCLC, ο συνδυασμός βινορελμπίνης και σισπλατίνης οδήγησε σε σημαντικά υψηλότερα ποσοστά ανταπόκρισης (30% έναντι 14%) και μεγαλύτερη διάμεση επιβίωση (40 εβδομάδες έναντι 32 εβδομάδων) σε σύγκριση με τη μονοθεραπεία με σισπλατίνη.
Σε μια κλινική δοκιμή φάσης II που διερεύνησε τη βινορελμπίνη ως μονοθεραπεία σε ασθενείς με μεταστατικό μελάνωμα, παρατηρήθηκε συνολικό ποσοστό ανταπόκρισης 16% και διάμεση επιβίωση 8 μηνών (Jimeno et al.). Αν και αυτά τα αποτελέσματα υποδηλώνουν μέτρια δραστικότητα, οι ερευνητές επισήμαναν την ανάγκη για περαιτέρω μελέτες για τη βελτιστοποίηση της δόσης και του χρονοδιαγράμματος χορήγησης της βινορελμπίνης σε αυτόν τον πληθυσμό ασθενών.
Παρά τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα, η μακροχρόνια τοξικότητα της βινορελμπίνης στα ανοσοποιητικά και αιμοποιητικά συστήματα παραμένει ένα ζήτημα που απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση. Σε μια μελέτη σε αρουραίους, οι Pei και συνεργάτες διαπίστωσαν ότι η επαναλαμβανόμενη χορήγηση βινορελμπίνης προκάλεσε δοσοεξαρτώμενες αλλοιώσεις στον μυελό των οστών, στο θύμο αδένα και στο σπλήνα, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για μακροχρόνια παρακολούθηση των ασθενών που λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.
Εν Συντομία
Η βινορελμπίνη (φάρμακο Zaolin, Navelbine, Filvela κ.α.) είναι ένα αντινεοπλασματικό φάρμακο που ανήκει στην κατηγορία των αλκαλοειδών της vinca. Χρησιμοποιείται κυρίως για τη θεραπεία του προχωρημένου μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα και του μεταστατικού καρκίνου του μαστού, συχνά σε συνδυασμό με άλλους χημειοθεραπευτικούς παράγοντες. Η βινορελμπίνη δρα αναστέλλοντας τον πολυμερισμό της πρωτεΐνης τουμπουλίνης, διαταράσσοντας τη λειτουργία της μιτωτικής ατράκτου και οδηγώντας σε αναστολή της κυτταρικής διαίρεσης. Οι συχνότερες παρενέργειες περιλαμβάνουν μυελοκαταστολή, ναυτία, έμετο και περιφερική νευροπάθεια. Η φαρμακοκινητική της βινορελμπίνης χαρακτηρίζεται από ταχεία κατανομή στους ιστούς και εκτεταμένο μεταβολισμό στο ήπαρ. Κλινικές μελέτες έχουν δείξει σημαντική αποτελεσματικότητα της βινορελμπίνης σε διάφορους τύπους καρκίνου, αν και απαιτείται περαιτέρω έρευνα για τη βελτιστοποίηση των θεραπευτικών σχημάτων και την αξιολόγηση της μακροχρόνιας ασφάλειας.
elpedia.gr
ΠΡΟΣΟΧΗ: Είναι ζωτικής σημασίας να μην λαμβάνετε ποτέ κανένα φαρμακευτικό σκεύασμα χωρίς την επίβλεψη και καθοδήγηση ενός ειδικευμένου ιατρού. Να συμβουλεύεστε πάντοτε το ένθετο φυλλάδιο οδηγιών του εκάστοτε φαρμακευτικού προϊόντος που σας έχει συνταγογραφηθεί, καθώς ο κάθε φαρμακευτικός οίκος περιγράφει με ακρίβεια τις ιδιαίτερες προδιαγραφές που αφορούν το συγκεκριμένο σκεύασμα, και οι οποίες ενδέχεται να επικαιροποιούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Σημειώνεται ότι οι εμπορικές ονομασίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο αντιστοιχούν σε ευρέως γνωστά φαρμακευτικά σκευάσματα που περιέχουν τις δραστικές ουσίες υπό ανάλυση. Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με τη σύνθεση του εκάστοτε φαρμάκου. Το παρόν άρθρο εστιάζει στην ανάλυση της δραστικής ουσίας και όχι στην εμπορική ονομασία του φαρμάκου. Η αναφορά των εμπορικών ονομασιών γίνεται αποκλειστικά για τη διευκόλυνση των αναγνωστών, οι οποίοι θα πρέπει να μελετούν προσεκτικά το φύλλο οδηγιών κάθε εμπορικού σκευάσματος που χρησιμοποιούν. Είναι απαραίτητο να έχετε στενή συνεργασία με τον θεράποντα ιατρό σας και τον φαρμακοποιό σας. Η αυτοχορήγηση οποιουδήποτε φαρμάκου εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την υγεία σας και πρέπει να αποφεύγεται ρητά.
Βιβλιογραφία
- Jimeno, A., Hitt, R., Quintela-Fandino, M., et al. (2005). Phase II trial of vinorelbine tartrate in patients with treatment-naive metastatic melanoma. Anti-Cancer Drugs, 16(1), 53-57. journals.lww
- Bonde, S., Bonde, C. G., & Prabhakar, B. (2019). Quality by design based development and validation of HPLC method for simultaneous estimation of paclitaxel and vinorelbine tartrate in dual drug loaded liposomes. Microchemical Journal, 145, 47-58. sciencedirect
- Pei, T., Wang, H., Teng, H., Guo, C., Gao, G., et al. (2014). Long term toxicity of vinorelbine tartrate on immune and hematopoietic systems in rats. Chinese Journal of Pharmacology and Toxicology, 28(2), 260-266. pesquisa.bvsalud