Η Εκκλησία της Ελλάδος αποτελεί την επίσημα αναγνωρισμένη Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα. Ιδρύθηκε ως ανεξάρτητη και αυτοκέφαλη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως το 1850, ύστερα από μια μακρά περίοδο αγώνων και διεκδικήσεων που ξεκίνησαν αμέσως μετά την απελευθέρωση της χώρας από τον οθωμανικό ζυγό. Η πορεία της Ελλαδικής Εκκλησίας προς την αυτοκεφαλία υπήρξε συνυφασμένη με πολιτικές, κοινωνικές και εθνικές διεργασίες που σημάδεψαν τα πρώτα χρόνια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Για αιώνες, η Εκκλησία αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής κοινωνίας, συνδέοντας τους Ορθόδοξους πληθυσμούς κάτω από την πνευματική και διοικητική εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο ρόλος της ήταν καθοριστικός στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης των υπόδουλων Ελλήνων καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 όμως, νέα δεδομένα ανέκυψαν. Το νεοσύστατο κράτος είχε ανάγκη από μια δική του, ανεξάρτητη Εκκλησία που θα υπηρετούσε τα εθνικά συμφέροντα και θα συνέβαλλε στην εδραίωση του. Παράλληλα, οι δεσμοί με το Πατριαρχείο έμοιαζαν να εγκυμονούν κινδύνους, λόγω της υποτέλειας του τελευταίου στην Υψηλή Πύλη. Έτσι, ξεκίνησε μια περίοδος έντονων ζυμώσεων και μια δυναμική διεκδίκηση της αυτοκεφαλίας της Ελλαδικής Εκκλησίας, μέσα από διαφωνίες, αντιπαραθέσεις αλλά και συμβιβασμούς με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η τελική αναγνώριση της Ελλαδικής Εκκλησίας ως αυτοκέφαλης το 1850 υπήρξε ένας σταθμός στην ιστορία της, με σημαντικές προεκτάσεις σε κοινωνικό, πολιτικό και εθνικό επίπεδο. Η πορεία προς το αυτοκέφαλο ήταν μια πορεία γεμάτη προκλήσεις και σημαντικές εξελίξεις που άλλαξαν ριζικά τον ρόλο και τη θέση της Εκκλησίας στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
Η Εκκλησία κατά την Τουρκοκρατία
Κατά τη διάρκεια της μακραίωνης περιόδου της οθωμανικής κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο, η Ορθόδοξη Εκκλησία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας των υπόδουλων Ελλήνων. Παρά τους περιορισμούς και τις δυσχέρειες που επέβαλλε η οθωμανική διοίκηση, η Ελλαδική Εκκλησία κατάφερε να διασφαλίσει την πνευματική και πολιτιστική συνοχή του Γένους, λειτουργώντας ως ένας ισχυρός συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους Ορθόδοξους πληθυσμούς.
Ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπήρξε κομβικός. Ως η ανώτατη πνευματική και διοικητική αρχή της Ορθοδοξίας, το Πατριαρχείο ανέλαβε την ευθύνη για την εκπροσώπηση και προστασία των Ορθοδόξων υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μέσω του θεσμού του “Millet”, οι Πατριάρχες αναγνωρίστηκαν ως οι θρησκευτικοί και πολιτικοί ηγέτες των Ορθοδόξων, έχοντας υπό την ευθύνη τους ένα ευρύ φάσμα εκκλησιαστικών, εκπαιδευτικών και κοινωνικών ζητημάτων.
Όπως επισημαίνει ο Ιωάννης Τελίδης στη διατριβή του “Νομοκανονικά Ζητήματα στις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Εκκλησία της Ελλάδος”, “ιστορικά, τόσο οι επισκοπές όσο και οι Μητροπόλεις του ελλαδικού χώρου είχαν αποτελέσει αναπόσπαστα τμήματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως”. Αυτή η διοικητική υπαγωγή της Ελλαδικής Εκκλησίας στο Πατριαρχείο διατηρήθηκε αδιάλειπτα καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, παρά τις όποιες δυσκολίες και προκλήσεις.
Η Ελλαδική Εκκλησία υπό οθωμανική κυριαρχία
Σε τοπικό επίπεδο, οι Μητροπόλεις και οι ενορίες της Ελλαδικής Εκκλησίας λειτούργησαν ως πυρήνες διαφύλαξης της θρησκευτικής πίστης και της εθνικής συνείδησης. Οι ιερείς και οι μοναχοί, παρά τα εμπόδια που αντιμετώπιζαν, συνέχισαν να τελούν τα ιερά μυστήρια, να παρέχουν πνευματική καθοδήγηση και να προσφέρουν στοιχειώδη εκπαίδευση στα ελληνόπουλα. Τα μοναστήρια εξελίχθηκαν σε σημαντικά κέντρα γραμματείας και τέχνης, συμβάλλοντας στη διάσωση της βυζαντινής κληρονομιάς.
Ωστόσο, η οθωμανική κυριαρχία έφερε και σημαντικές προκλήσεις για την Ελλαδική Εκκλησία. Η υποχρέωση καταβολής βαρύτατων φόρων, οι περιορισμοί στην ανέγερση και συντήρηση χριστιανικών ναών, καθώς και οι διώξεις σε βάρος των Ορθοδόξων δυσχέραιναν το έργο της. Παρ’ όλα αυτά, η Εκκλησία κατάφερε να επιβιώσει και να διατηρήσει ζωντανή την πνευματική της παράδοση, γαλουχώντας γενιές Ελλήνων με τα ιδανικά της πίστης και της ελευθερίας.
Κατά συνέπεια, η περίοδος της Τουρκοκρατίας ανέδειξε τον κρίσιμο ρόλο της Ελλαδικής Εκκλησίας στην επιβίωση του Ελληνισμού. Υπό την πνευματική σκέπη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η Εκκλησία διαφύλαξε την Ορθόδοξη πίστη και την εθνική ταυτότητα, θέτοντας τις βάσεις για τη μετέπειτα αναγέννηση του Γένους. Η εμπειρία αυτής της περιόδου θα αποτελέσει το έναυσμα για τις διεκδικήσεις αυτονομίας και αυτοκεφαλίας που θα ακολουθήσουν μετά την απελευθέρωση.
Η Ελληνική Επανάσταση και η απαρχή των διεκδικήσεων
Η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821 σηματοδότησε μια νέα εποχή για την Ελλαδική Εκκλησία, φέρνοντας στο προσκήνιο ζητήματα εκκλησιαστικής αυτονομίας και ανεξαρτησίας. Καθώς οι Έλληνες αγωνίζονταν για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, η Εκκλησία βρέθηκε αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις και διλήμματα, προσπαθώντας να προσδιορίσει τον ρόλο της στο αναδυόμενο εθνικό κράτος.
Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος και η Εκκλησία
Με την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, η σχέση της Ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο τέθηκε σε νέες βάσεις. Το ελληνικό κράτος όντας πολύ νέο, χρειαζόταν μια ανεξάρτητη Εκκλησία που θα υπηρετούσε τα συμφέροντα της χώρας. Ταυτόχρονα όμως, οι δεσμοί με το Πατριαρχείο θεωρήθηκαν επισφαλείς, εξαιτίας της υποτέλειάς του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ιδέα της εκκλησιαστικής αυτονομίας άρχισε να κερδίζει έδαφος. Προοδευτικοί κληρικοί και λόγιοι, επηρεασμένοι από τα φιλελεύθερα ιδεώδη του Διαφωτισμού, οραματίζονταν μια ανεξάρτητη Ελλαδική Εκκλησία που θα λειτουργούσε ως πυλώνας του εθνικού οικοδομήματος. Από την άλλη πλευρά, συντηρητικοί κύκλοι εξακολουθούσαν να πιστεύουν στην αναγκαιότητα διατήρησης των δεσμών με το Πατριαρχείο, θεωρώντας το εγγυητή της Ορθόδοξης πίστης και της εκκλησιαστικής παράδοσης.
Προσπάθειες για εκκλησιαστική αυτονομία
Εν μέσω αυτών των ζυμώσεων, οι προσπάθειες για την επίτευξη εκκλησιαστικής αυτονομίας εντάθηκαν. Το 1833, με πρωτοβουλία της Αντιβασιλείας, συγκροτήθηκε μια ειδική επιτροπή υπό τον Σπυρίδωνα Τρικούπη και τον Θεόκλητο Φαρμακίδη, με στόχο τη μελέτη της κατάστασης της Εκκλησίας και την υποβολή σχετικών προτάσεων. Η επιτροπή εισηγήθηκε τη μονομερή κήρυξη του αυτοκεφάλου, δίχως την προηγούμενη συναίνεση του Πατριαρχείου.
Αυτή η τολμηρή κίνηση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, τόσο από την πλευρά του Πατριαρχείου όσο και από συντηρητικούς εκκλησιαστικούς κύκλους εντός της Ελλάδας. Ωστόσο, η πολιτική ηγεσία του νεοσύστατου κράτους επέμεινε στην ανάγκη εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας, θεωρώντας την απαραίτητη προϋπόθεση για την εθνική ολοκλήρωση. Έτσι, παρά τις όποιες αντιστάσεις, η διαδικασία για την επίτευξη του αυτοκεφάλου τέθηκε σε κίνηση.
Η περίοδος που ακολούθησε χαρακτηρίστηκε από εντατικές διαπραγματεύσεις, διπλωματικούς ελιγμούς και εσωτερικές αναταράξεις. Η Ελλαδική Εκκλησία βρέθηκε στη δίνη μιας πρωτόγνωρης διαδικασίας, καθώς προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα στις επιταγές της πολιτικής ηγεσίας και τις παραδόσεις της Ορθοδοξίας. Παράλληλα, η κοινωνία παρακολουθούσε με αγωνία τις εξελίξεις, καθώς διαισθανόταν ότι το εκκλησιαστικό ζήτημα θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της νέας εθνικής ταυτότητας.
Η πορεία προς την αυτοκεφαλία
Η διαδρομή προς την αυτοκεφαλία της Ελλαδικής Εκκλησίας υπήρξε μακρά και γεμάτη προκλήσεις, καθώς διαφορετικές πολιτικές και εκκλησιαστικές δυνάμεις προσπαθούσαν να διαμορφώσουν το μέλλον της. Σε αυτή την πορεία, κομβικό ρόλο διαδραμάτισαν η Αντιβασιλεία και ο βασιλιάς Όθωνας, οι οποίοι έθεσαν ως προτεραιότητα την επίτευξη της εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας, θεωρώντας την αναγκαία για την εδραίωση του νεοσύστατου κράτους.
Ο ρόλος της Αντιβασιλείας και του Όθωνα
Όπως αναφέρει ο Παντελεήμων Μάχας στη διατριβή του “Το Ελληνικό Αυτοκέφαλο και οι κοινωνικές διαστάσεις του”, “το αυτοκέφαλο ήταν καρπός αγώνων της Αντιβασιλείας”, με πρωτεργάτη τον αντιβασιλέα Γεώργιο Μάουρερ. Ο Μάουρερ, επηρεασμένος από τις αρχές του Διαφωτισμού, πίστευε ακράδαντα στην ανάγκη αποδέσμευσης της Ελλαδικής Εκκλησίας από την επιρροή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό οθωμανική κυριαρχία.
Με την άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα το 1833, οι προσπάθειες για την επίτευξη της αυτοκεφαλίας εντατικοποιήθηκαν. Ο νεαρός μονάρχης, αν και καθολικός, αντιλαμβανόταν τη σημασία της Ορθόδοξης Εκκλησίας για τη συνοχή του έθνους και τη νομιμοποίηση της εξουσίας του. Ως εκ τούτου, υποστήριξε ενεργά τις ενέργειες της Αντιβασιλείας για την ανακήρυξη του αυτοκεφάλου, παρά τις όποιες αντιδράσεις και εντάσεις προέκυψαν στην πορεία.
Αντιδράσεις και αντιπαραθέσεις
Η προοπτική της μονομερούς κήρυξης του αυτοκεφάλου προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις από την πλευρά του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ΣΤ΄ αρνήθηκε να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Ελλαδικής Εκκλησίας, επικαλούμενος κανονικούς και εκκλησιολογικούς λόγους. Παράλληλα, συντηρητικοί εκκλησιαστικοί κύκλοι εντός της Ελλάδας εξέφρασαν τις επιφυλάξεις τους, φοβούμενοι ότι η αποκοπή από το Πατριαρχείο θα οδηγούσε σε απομάκρυνση από την Ορθόδοξη παράδοση.
Ωστόσο, η πολιτική βούληση για την επίτευξη του αυτοκεφάλου αποδείχθηκε ισχυρότερη. Τον Ιούλιο του 1833, η Αντιβασιλεία προχώρησε στην ψήφιση ενός διατάγματος που όριζε την Ελλαδική Εκκλησία ως “αυτοκέφαλη και ανεξάρτητη από κάθε άλλη εξουσία”. Η απόφαση αυτή, αν και μονομερής, έθεσε τις βάσεις για τη σταδιακή αναγνώριση του αυτοκεφάλου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μια διαδικασία που ολοκληρώθηκε το 1850 με την έκδοση του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου.
Ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος του 1850
Ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος του 1850 αποτέλεσε την επισφράγιση της αυτοκεφαλίας της Ελλαδικής Εκκλησίας. Με αυτό το κείμενο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε επίσημα την ανεξαρτησία της Εκκλησίας της Ελλάδος, θέτοντας παράλληλα τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη λειτουργία της. Ο Τόμος όριζε ότι η Ελλαδική Εκκλησία θα διοικείται από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο, υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, ενώ παράλληλα διασφάλιζε τα κανονικά προνόμια του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η έκδοση του Τόμου σηματοδότησε μια νέα εποχή για την Ελλαδική Εκκλησία, καθώς πλέον μπορούσε να λειτουργεί ως ανεξάρτητος θεσμός εντός του ελληνικού κράτους. Ταυτόχρονα όμως, αποτέλεσε και μια ιστορική συμφιλίωση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, καθώς επιβεβαίωσε τους πνευματικούς δεσμούς που συνέδεαν τις δύο Εκκλησίες. Όπως επισημαίνει ο Θωμάς Καμπέρης στη διατριβή του, η αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα του αυτοκεφάλου αντικατόπτριζε όχι μόνο τις απόπειρες εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας, αλλά και τις ευρύτερες προσπάθειες του ελληνικού κράτους να καθορίσει μια νέα εθνική και πολιτιστική ταυτότητα.
Συμπερασματικά, η πορεία προς την αυτοκεφαλία υπήρξε μια πολύπλοκη και συχνά επίπονη διαδικασία, που αντανακλούσε τις βαθύτερες πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές ζυμώσεις της εποχής. Η επίτευξη του αυτοκεφάλου δεν ήταν απλώς ένα εκκλησιαστικό ζήτημα, αλλά ένα κομβικό γεγονός στην ιστορία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, καθώς συνέβαλε στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας και στην εδραίωση της πολιτικής και πνευματικής του αυτονομίας.
Επίλογος
Η πορεία της Ελλαδικής Εκκλησίας προς την αυτοκεφαλία αποτέλεσε ένα κομβικό κεφάλαιο στην ιστορία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Μέσα από μια περίπλοκη διαδικασία πολιτικών, κοινωνικών και εκκλησιαστικών ζυμώσεων, η Εκκλησία της Ελλάδος κατάφερε να αποκτήσει την πολυπόθητη ανεξαρτησία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, θέτοντας τις βάσεις για τη διαμόρφωση μιας νέας εθνικής και πνευματικής ταυτότητας. Η επίτευξη του αυτοκεφάλου δεν ήταν απλώς ένα θρησκευτικό ζήτημα, αλλά μια ιστορική εξέλιξη με βαθιές προεκτάσεις για το μέλλον του Ελληνισμού. Μέσα από αυτή την περιπετειώδη διαδρομή, η Ελλαδική Εκκλησία αναδείχθηκε σε έναν από τους βασικούς πυλώνες του ελληνικού κράτους, συμβάλλοντας καθοριστικά στην πνευματική και πολιτισμική του ανάπτυξη.
Βιβλιογραφία
- Ασπρούλης, ΑΓΜΝ. “Νομοκανονικά Ζητήματα στις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Εκκλησία της Ελλάδος.” Αποθήκευση Διπλωματικών Εργασιών.
- Μάχας, Π. “Το Ελληνικό Αυτοκέφαλο και οι κοινωνικές διαστάσεις του.” Αποθήκευση Διπλωματικών Εργασιών.
- Καμπέρης, Θ. “ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΩΡΩΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΠΟΥ ΠΡΟΕΚΥΨΕ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΩΝ ΦΑΝΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 2004 ΚΑΙ Η ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΕΠΙΣΗΜΑ ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ” Αποθήκευση Διπλωματικών Εργασιών.
- Τελίδης, Ιωάννης. “Νομοκανονικά Ζητήματα στις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Εκκλησία της Ελλάδος.” Διπλωματική εργασία, Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 16 Σεπτεμβρίου 2023.