Η Ελλάδα επεκτείνει τα σύνορά της
Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος: Τον Σεπτέμβριο του 1912, η Βουλγαρία, με το πρόσχημα της διεξαγωγής στρατιωτικών ασκήσεων, άρχισε να συγκεντρώνει στρατεύματα κοντά στα σύνορα με την Τουρκία. Η Τουρκία απαίτησε την άμεση απομάκρυνση αυτών των στρατευμάτων από τα σύνορά της. Ως απάντηση, η Βουλγαρία, η Σερβία και η Ελλάδα, πάντα με το πρόσχημα των στρατιωτικών ασκήσεων, κατέτασσαν εφέδρους και μετακίνουσαν τις δυνάμεις τους προς τα σύνορα με την Τουρκία.
Η Τουρκία κήρυξε τότε γενική επιστράτευση και με μεγάλη σπουδή σχημάτισε στρατούς στις ευρωπαϊκές της επικράτειες. Ήδη στις 25 Σεπτεμβρίου, το ανυπόμονο Μαυροβούνιο κήρυξε τον πόλεμο και μετά από νικηφόρες συγκρούσεις κατέλαβε τουρκικές εκτάσεις στην περιοχή του Νόβι Παζάρ.
Στις 30 Σεπτεμβρίου, η Βουλγαρία και η Σερβία, και αμέσως μετά και η Ελλάδα, έστειλαν τελεσίγραφο στην Τουρκία, με το οποίο ζητούσαν: εθνική αυτονομία για όλες τις εθνότητες της αυτοκρατορίας και αναλογική εκπροσώπησή τους στο τουρκικό κοινοβούλιο, διορισμό Χριστιανών σε όλα τα δημόσια αξιώματα των περιοχών που κατοικούνταν από Χριστιανούς με κυβερνήτες Ελβετούς ή Βέλγους, την αναγνώριση των χριστιανικών σχολείων ως ισότιμων με τα οθωμανικά, στράτευση των Χριστιανών με χριστιανούς αξιωματικούς και πολιτοφυλακή στα ευρωπαϊκά βιλαέτια με οργανωτή Ελβετό ή Βέλγο.
Ζητούσαν επίσης να καθιερωθεί ίσος αριθμός Χριστιανών και Μουσουλμάνων στο Συμβούλιο του Μεγάλου Βεζίρη, προκειμένου να εποπτεύει την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και το δικαίωμα παρακολούθησης του έργου του συμβουλίου, από τους πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων και των τεσσάρων βαλκανικών κρατών.
Η Υψηλή Πύλη απέρριψε αυτό το «αλαζονικό» τελεσίγραφο και ανακάλεσε τους πρέσβεις της από τα βαλκανικά κράτη. Στις 4 Οκτωβρίου κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Σερβίας και της Βουλγαρίας. Ωστόσο, φαινόταν πρόθυμη να απομακρύνει την Ελλάδα δεχόμενη την ένωση της Κρήτης, και ίσως κάποιες άλλες παραχωρήσεις. Αλλά την επόμενη μέρα η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο.
Οι πρώτες ελληνικές δυνάμεις, που ορμούσαν με κεραυνοβόλο ταχύτητα προς τα σύνορα, έφτασαν τις 90 χιλιάδες με αρχιστράτηγο τον διάδοχο Κωνσταντίνο, αρχηγό επιτελείου τον Παναγιώτη Δαγκλή και υπαρχηγό τον Βίκτωρα Δούσμα. Από τις 5 Οκτωβρίου, ο ελληνικός στρατός κινήθηκε προς την Ελασσόνα και μετά από σύντομη μάχη στις στενωπούς του Ολύμπου και της Καμβουνίας, συγκρούστηκε με τον κύριο όγκο του τουρκικού στρατού στο Σαραντάπορο.
Αυτή η θέση θεωρούνταν απροσπέλαστη ακόμη και από τους Γερμανούς οργανωτές του τουρκικού στρατού. Αλλά η γενναιότητα και ο ορμητικότητα των Ελλήνων συνέτριψαν την αντίσταση των Τούρκων μετά από μάχη (9 Οκτωβρίου). Οι Τούρκοι υποχώρησαν στο πεδίο του μέσου Αλιάκμονα, αφήνοντας πολλά κανόνια και αιχμαλώτους στα χέρια των Ελλήνων. Αυτή η πρώτη λαμπρή νίκη εξέπληξε τους Ευρωπαίους, που δεν είχαν δώσει καμία σημασία στον ελληνικό στρατό, αλλά εξέπληξε ακόμα περισσότερο τους βαλκανικούς συμμάχους, που φαντάζονταν ότι οι Έλληνες θα προχωρούσαν μέχρι εκεί.
Η υποχώρηση των Τούρκων ήταν τόσο ραγδαία που ο ελληνικός στρατός έχασε την επαφή με τον εχθρό και αναγκάστηκε να προχωρεί με πολλές ψηλαφήσεις και προφυλάξεις. Ο κύριος όγκος των τουρκικών δυνάμεων είχε στραφεί προς τη Θεσσαλονίκη.
Ο Ελληνικός στρατός έπρεπε να αποφασίσει αν θα στραφεί πρώτα στο συντριβή του στρατού του Μοναστηρίου και στην κατάληψη της επικράτειάς του ή αν θα συνεχίσει την προέλασή του προς τη Θεσσαλονίκη. Από καθαρά στρατιωτική άποψη, το πρώτο φαινόταν προτιμότερο, προκειμένου να καλυφθούν τα νώτα του ελληνικού στρατού, αλλά από πολιτική άποψη, η προέλαση προς τη Θεσσαλονίκη φαινόταν επιτακτική λόγω της μεγάλης σημασίας της πρωτεύουσας του Μακεδονικού Ελληνισμού και του φόβου μήπως εκεί φτάσουν πρώτοι οι Σέρβοι ή οι Βούλγαροι.
Μόλις έφτασαν στο επιτελείο, δόθηκε επείγουσα διαταγή από την Αθήνα για στροφή των ελληνικών δυνάμεων, χωρίς ούτε στιγμής καθυστέρηση, προς την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.
Πράγματι, ενώ οι Βούλγαροι προέλαυναν νικηφόρα στη Θράκη και καταδίωκαν τους Τούρκους προς τα Τσατάλτζα μετά τη νίκη των Σαράντα Εκκλησιών, έμειναν κατάπληκτοι όταν έμαθαν ότι οι Έλληνες, αφού διέσπασαν τις στενωπούς του Σαρανταπόρου, προχώρησαν προς το εσωτερικό της Μακεδονίας. Τότε, για να αποτρέψουν την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Έλληνες, στρέψανε το στρατό υπό τον Θεοδωρώφ προς αυτή την κατεύθυνση. Ο Θεοδωρώφ, μη βρίσκοντας καμία αντίσταση μπροστά του, επειδή όλες οι τουρκικές δυνάμεις είχαν μετακινηθεί για να αντιμετωπίσουν τους ερχόμενους Έλληνες, «έτρεχε» μέρα και νύχτα με το στρατό του για να φτάσει πρώτος στη Θεσσαλονίκη.
Η ελληνική κυβέρνηση είχε ενημερωθεί από ξένη πρεσβεία για αυτές τις κινήσεις, που κρατούνταν μυστικές από τους Βουλγάρους, και ειδοποίησε τον στρατηγό. Ο διάδοχος τότε διέταξε κεραυνοβόλα προέλαση προς τη Θεσσαλονίκη.
Στις 17 Οκτωβρίου τα ελληνικά στρατεύματα έφτασαν στην κοιλάδα των Γιαννιτσών. Το πρωί της 19ης βρέθηκαν αντιμέτωπα με τον μεγάλο όγκο του τουρκικού στρατού, ο οποίος είχε οργανώσει άμυνα στη δεξιά όχθη του Αξιού. Η μάχη κράτησε μέχρι το απόγευμα της επόμενης μέρας, οπότε οι Τούρκοι υποχώρησαν σε όλη τη γραμμή προς τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, κατέστρεψαν τις ξύλινες γέφυρες του Αξιού και αυτό καθυστέρησε λίγο την προέλαση του ελληνικού στρατού.
Στις 26 Οκτωβρίου οι προωθημένες μονάδες του ελληνικού στρατού είχαν φτάσει σε απόσταση μόλις 6 χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη, η οποία περικυκλώθηκε από δυτικά και νότια.
Ο διάδοχος Κωνσταντίνος, γνωρίζοντας ότι οι Βούλγαροι «έτρεχαν δίχως αναπνοή για να φτάσουν πρώτοι, ή τουλάχιστον να «συνεργαστούν» με τους Έλληνες για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, έδωσε με τελεσίγραφό του προς τον τουρκικό αρχιστράτηγο Χασάν Ταχσίν προθεσμία λίγων ωρών, μετά την παρέλευση της οποίας θα εξαπέλυε επίθεση προς το εσωτερικό της πόλης. Προκειμένου να αποφευχθεί η ελάχιστη καθυστέρηση, δέχτηκε την παράδοση των Τούρκων με τιμητικούς όρους παράδοσης για φύλαξη, αλλά παραλαβή των όπλων τους μετά την ειρήνη.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη τα ελληνικά στρατεύματα. Δύο ημέρες αργότερα επίσημα εισήλθε στην πόλη του Αγίου Δημητρίου ο διάδοχος του ελληνικού θρόνου.
Το μεσημέρι της 26ης Οκτωβρίου, ελληνική μεραρχία, η οποία προήλαυνε προς το δρόμο Θεσσαλονίκης-Σερρών, προκειμένου να εμποδίσει τη διαφυγή των Τούρκων, βρέθηκε απευθείας μπροστά σε βουλγαρικό και σερβικό στρατό, από τους οποίους πληροφορήθηκε ότι ο βουλγαρικός στρατός του Θεοδωρώφ κατέφθασε «για να ενισχύσει τον ελληνικό στρατό στη μάχη για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης». Ο διάδοχος Κωνσταντίνος πληροφόρησε αμέσως με επιστολή του τον Βούλγαρο στρατηγό ότι η προσπάθεια ήταν περιττή, διότι η Θεσσαλονίκη είχε ήδη παραδοθεί στους Έλληνες. Μάλιστα έδωσε διαταγή να κοπεί, ακόμη και διά της βίας, ο δρόμος βουλγαρικής μεραρχίας, η οποία σκόπευε να προχωρήσει, και σημειώθηκαν συμπλοκές. Ωστόσο, μετά από λίγες ημέρες, έπειτα από συνεννόηση με την κυβέρνηση και προκειμένου να αποφευχθεί άμεση σύγκρουση μεταξύ των συμμάχων, επετράπη η είσοδος στη Θεσσαλονίκη του βουλγαρικού στρατού, όχι για «συνδιοίκηση», όπως ζητούσε, αλλά μόνο «για ξεκούραση ως φιλοξενούμενος για λίγες ημέρες».
Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος
Μία ελληνική μεραρχία είχε παραμείνει για την προέλαση προς Μοναστήριον. Ωστόσο, βρέθηκε αντιμέτωπη με ισχυρές τουρκικές δυνάμεις και υποχώρησε στα Σορόβιτς. Εκεί, στις 24 Οκτωβρίου δέχθηκε αιφνιδιαστική επίθεση και υποχώρησε στην κοιλάδα της Καϊλαρίας. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, ισχυρότερες ελληνικές δυνάμεις ανέκτησαν τις εγκαταλελειμμένες εκτάσεις και κατέλαβαν τη Φλώρινα. Στράφηκαν στη συνέχεια προς το Μοναστήρι, το οποίο είχαν καταλάβει εν τω μεταξύ οι Σέρβοι. Μικρές μεραρχίες προχώρησαν στη συνέχεια προς την Ήπειρο και κατέλαβαν την Κορυτσά (7 Δεκεμβρίου).
Ένα άλλο τμήμα του ελληνικού στρατού, αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου, προχώρησε προς την Ήπειρο δια του Αράχθου. Κατέλαβε το Γρίμποβο (10 Οκτωβρίου), τη Φιλιππιάδα (13 Οκτωβρίου) και την Πρέβεζα (21 Οκτωβρίου). Σοβαρή αντίσταση συνάντησε πέρα από τα Πέντε Πηγάδια, όπου δόθηκε μάχη πέντε ημερών (23-26 Οκτωβρίου). Οι Τούρκοι υποχώρησαν στα Ιωάννινα, όπου, εκτός από το φυσικό οχυρωματικό σύστημα από το Μπιζάνι και τα άλλα υψώματα που προστάτευαν την πόλη, είχαν γίνει και συστηματικές οχυρωματικές εργασίες. Οι ελληνικές δυνάμεις άρχισαν την πολιορκία. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, ο στρατός ενισχύθηκε, και από τις 17 Ιανουαρίου μετέφερε εκεί τη διοίκησή του ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος. Μετά από πολλές μάχες και τις μεγάλης κλίμακας επιθέσεις της 18ης και 19ης του Φλεβάρη, καταλήφθηκαν το Μπιζάνι και τα άλλα υψώματα, και η πόλη παραδόθηκε στον Έλληνα Αρχιστράτηγο στις 20 Φεβρουαρίου 1913.
Εν τω μεταξύ, ο ελληνικός στόλος, υπό τη διοίκηση του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, κυριαρχούσε στο Αιγαίο και απέκλεισε τον τουρκικό στόλο στα Δαρδανέλια. Δύο απόπειρες του τουρκικού στόλου να βγει από τα Δαρδανέλια έδωσαν αφορμή σε ναυμαχίες, στις οποίες ο ελληνικός στόλος υπήρξε νικητής (5 Δεκεμβρίου 1912 έξω από την Έλλη και 5 Ιανουαρίου 1913 έξω από τη Λήμνο). Οι νίκες αυτές του ελληνικού στόλου συνέβαλαν καθοριστικά στις νίκες όλων των Βαλκανίων συμμάχων, διότι απέτρεψαν τη διαθαλάσσια μεταφορά πολλών εκατοντάδων χιλιάδων τουρκικών στρατευμάτων προς τα μέτωπα του πολέμου.
Το σπουδαιότερο επίτευγμα για την Ελλάδα ήταν ότι κατόρθωσε, χωρίς μεγάλες θυσίες, να καταλάβει όλα τα νησιά του Αιγαίου που υπάγονταν μέχρι τότε στην Τουρκία. Η Κρήτη ενώθηκε επίσημα και στάλθηκε ως γενικός διοικητής της ο Στέφανος Δραγούμης.
Η Σάμος, που από το 1832 αποτελούσε αυτόνομη ηγεμονία, είχε ήδη επαναστατήσει από τον Μάρτιο του 1912 υπό τον Τ. Σοφούλη και κήρυξε αμέσως μετά την έκρηξη του πολέμου την ένωσή της.
Με την υποστήριξη των ελληνικών πολεμικών πλοίων, κατέλαβε το ένα μετά το άλλο όλα τα ελληνικά νησιά, με μόνο κάποιες συμπλοκές στη Χίο και τη Μυτιλήνη. Μόνο τα Δωδεκάνησα, που κατείχαν οι Ιταλοί, και η Κύπρος, που κατείχαν οι Άγγλοι, παρέμειναν υπό ξένη κυριαρχία. Χωρίς αμφιβολία, τα Δωδεκάνησα και η Κύπρος θα είχαν τότε προσαρτηθεί στην Ελλάδα, αν δεν βρίσκονταν υπό ξένη κυριαρχία.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες και προς έκπληξη της Ευρώπης, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, για την ακεραιότητα της οποίας είχαν αγρυπνήσει επί αιώνες μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, είχε χάσει ολόκληρο το νησιωτικό Αιγαίο και τις ευρωπαϊκές της εκτάσεις μέχρι τα Τσατάλτζα.
Στις 20 Νοεμβρίου υπεγράφη ανακωχή στα Τσατάλτζα. Η Ελλάδα δεν συμμετείχε, διότι ήθελε να συνεχίσει τον πόλεμο για την κατάληψη των Ιωαννίνων. Οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις έγιναν στο Λονδίνο χωρίς ακόμη να έχει επιτευχθεί αποτέλεσμα, όταν στις 10 Ιανουαρίου 1913 ξέσπασε στην Κωνσταντινούπολη στρατιωτικό κίνημα υπό την ηγεσία του Ενβέρ μπέη, που είχε επιστρέψει τότε από τη Λιβύη. Δολοφονήθηκε ο αρχιστράτηγος Ναζίμ πασάς, παραιτήθηκε ο μέγας βεζίρης Κιαμήλ πασάς και την εξουσία ανέλαβαν οι αδιάλλακτοι Νεότουρκοι. Τότε οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν και ο πόλεμος ξανάρχισε.
Όταν καταλήφθηκαν από τους Έλληνες τα Ιωάννινα και από Σέρβους και Βουλγάρους η Αδριανούπολη, η Τουρκία ζήτησε και πάλι διακοπή. Οι διασκέψεις συνεχίστηκαν στο Λονδίνο, όπου υπογράφηκε προκαταρκτική ειρήνη στις 17 Μαΐου. Ο σουλτάνος παραχωρεί όλες τις εκτάσεις της αυτοκρατορίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο πέραν γραμμής Αιγαίου-Εύξεινου Πόντου, από Αίνο μέχρι Μηδεία. Αποκλειόταν από αυτή την παραχώρηση η Αλβανία. Οι Δυνάμεις αναλάμβαναν να καθορίσουν τα τελικά σύνορα, να αποφασίσουν για την τύχη των νησιών του Αιγαίου και της χερσονήσου του Άθω και τα συναφή με την Αλβανία θέματα.
Η εξαίρεση της Αλβανίας από τις παραχωρήσεις στους νικητές δεν προερχόταν από την Τουρκία, αλλά από τις διεκδικήσεις Ιταλίας και Αυστρίας. Στην πραγματικότητα, οι αδριατικές αυτές Δυνάμεις ήθελαν να δημιουργηθεί εκεί ένα μικρό κράτος, πολύ αδύναμο για να ζήσει μόνο του, να βρίσκεται διαρκώς υπό την κηδεμονία τους, ώστε να έχουν κάποια βάση για επεμβάσεις στη Βαλκανική Χερσόνησο. Ιδιαίτερα η Αυστρία κινήθηκε από τη δήλωση του πολέμου και είχε δημιουργήσει κίνημα «αλβανικής ανεξαρτησίας». Έτσι, από τις 7 Δεκεμβρίου, πέτυχαν δήλωση των Δυνάμεων για αναγνώριση της «αλβανικής ανεξαρτησίας», προκειμένου να προλάβουν τις διεκδικήσεις Ελλάδας, Σερβίας και Μαυροβουνίου. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να αναγκάσουν τους συμμάχους να απομακρυνθούν ή να μην προχωρήσουν προς εκτάσεις που προόριζαν για την Αλβανία.
Έτσι, το Μαυροβούνιο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Σκόδρα, την οποία είχε καταλάβει μετά από πολλές θυσίες.
Η Σερβία, αν και τα στρατεύματά της είχαν φτάσει μέχρι το Δυρράχιο, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει κάθε απόπειρα για να φτάσει στην Αδριατική Θάλασσα.
Τέλος, η Ελλάδα, παρά την πρότασή της να γίνει δημοψήφισμα στη Βόρειο Ήπειρο, αναγκάστηκε, με αίτημα Ιταλίας και Αυστρίας, να εγκαταλείψει περιοχές όπως τα Χειμάρρα και η Κορυτσά, αναμφισβήτητα ιστορικής και εθνολογικής ελληνικότητας.
Λίγες ημέρες μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, ο βασιλιάς Γεώργιος είχε θριαμβευτικά εισέλθει και εγκατασταθεί εκεί ως άγρυπνος φρουρός του ελληνισμού της μεγάλης μακεδονικής πόλης. Στις 5 Μαρτίου 1913, ενώ βγήκε για τον συνηθισμένο του περίπατο, έπεσε θύμα από τις σφαίρες ενός δολοφόνου, πιθανόν – χωρίς να διαπιστωθεί – πράκτορα ξένων συμφερόντων. Ο θάνατός του πενθήθηκε από όλο τον ελληνικό λαό ως θυσία στο βωμό του δικαίου.
Ο Βασιλεύς Γεώργιος Α ́ ετοιμαζόταν ήδη να εορτάσει μεγαλοπρεπώς την πεντηκονταετηρίδα της βασιλείας του. Κατά τη διάρκεια αυτής της μακράς περιόδου, από τότε που ο νεαρός Δανός πρίγκιπας ανέβηκε στον ελληνικό θρόνο μέχρι τη μέρα του τραγικού θανάτου του, με τη φρόνησή του, τον απόλυτο σεβασμό στις συνταγματικές ελευθερίες, τον επιδέξιο χειρισμό της τόσο οξείας κομματικής πάλης, πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στην πολιτική και κοινωνική, αλλά και στην εθνική ανάπτυξη του ελληνικού λαού. Ήταν ο ιδρυτής μιας πραγματικά εθνικής για τους «Έλληνες» δυναστείας.
Διάδοχός του είχε ήδη ανέλθει στο θρόνο ο γιος του Κωνσταντίνος.
Βιβλιογραφία
- Pagonidou, T. (2005). Balkan Wars, uniforms of Greek land forces. University of Thessaly Digital Library. Retrieved from ir.lib.uth.gr.
- Curlin, J.S. (2013). Flying over Nikopolis: The actions of the Aviation Squad in Epirus during the First Balkan War (1912-1913). Preveza Chronicles. Retrieved from ejournals.epublishing.ekt.gr.
- Bonti, V. (2018). Balkan Wars 1912-1913: Cultural representations of Ottoman Turkey and the Balkan peoples in the newspapers “Acropolis” and “Skrip”. Hellenic Academic Libraries Link. Retrieved from hellanicus.lib.aegean.gr.