Κατά τη διάρκεια του πολέμου για την Κρήτη τον 17ο αιώνα, χιλιάδες Έλληνες εγκατέλειψαν τις εστίες τους και κατέφυγαν στη Δύση. Πολλοί αφομοιώθηκαν στους λατινικούς πληθυσμούς, αλλά άλλοι διατήρησαν την ελληνική τους ταυτότητα.
Η φυγή των Μανιατών στην Τοσκάνη
Κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ Ενετών και Τούρκων για τον έλεγχο της Κρήτης στα μέσα του 17ου αιώνα, πολλοί Μανιάτες πολέμησαν στο πλευρό των Ενετών. Όταν τελικά η Κρήτη έπεσε στα χέρια των Τούρκων το 1671, αυτοί οι Μανιάτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γενέτειρά τους και να μετοικήσουν στην Τοσκάνη της Ιταλίας.
Εκεί έτυχαν θερμής υποδοχής από τον Μέγα Δούκα Κόσιμο Γ’, ο οποίος τους παραχώρησε γη για εγκατάσταση στα χωριά Κασαλάπι και Ντιβόνα της επαρχίας Βολατέρα, κοντά στη Φλωρεντία. Αρχικά, οι Μανιάτες συνοδεύονταν από πέντε ιερείς οι οποίοι τέλεσαν τις θρησκευτικές τελετές σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμά τους.
Ωστόσο, σύντομα οι μετανάστες αυτοί προσηλυτίστηκαν σταδιακά στον Καθολικισμό με τη σύμφωνη γνώμη του Πάπα Ρώμης. Παράλληλα, αφομοιώθηκαν με τον ντόπιο πληθυσμό, συνάπτοντας γάμους και υιοθετώντας σταδιακά τα ήθη και έθιμά του. Έτσι, είναι αμφίβολο εάν κάποιοι απόγονοί τους διατηρούν σήμερα τη μνήμη της ελληνικής καταγωγής τους.
Το παράδειγμα των Μανιατών ακολούθησαν και άλλοι πρόσφυγες από τον ελληνικό χώρο τα επόμενα χρόνια. Μάλιστα, λίγα χρόνια μετά τη μετοικεσία των Μανιατών, νέο κύμα συμπατριωτών τους κατέφυγε στο γειτονικό νησί της Κορσικής, ενώ και Ηπειρώτες με Αλβανούς μετανάστευσαν στη Νότια Ιταλία.
Συγκεκριμένα, πολλοί εγκαταστάθηκαν στις περιοχές της Καλαβρίας και του Υδρούντα στην Απουλία, όπου ενσωματώθηκαν επίσης στον τοπικό λατινόφωνο πληθυσμό. Παρόλο που οι πρόσφυγες αυτοί εγκατέλειψαν σταδιακά την ορθόδοξη πίστη και υιοθέτησαν τον Καθολικισμό, φαίνεται πως διατήρησαν την ελληνική γλώσσα για αρκετό διάστημα προτού αφομοιωθούν εντελώς.
Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, η μοίρα των Μανιατών και άλλων Ελλήνων προσφύγων στην Ιταλία αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα της σταδιακής απώλειας ελληνικών πληθυσμών λόγω της μαζικής φυγής προς τη Δύση. Παρά τις αρχικές προσπάθειες διατήρησης της θρησκείας και της γλώσσας τους, ο εκλατινισμός και ο εξευρωπαϊσμός αποδείχθηκαν μοιραίοι για την ελληνική ταυτότητα αυτών των πληθυσμών.
Οι πρόσφυγες στη νότια Ιταλία
Εκτός από τους Μανιάτες πρόσφυγες στην Τοσκάνη, σημαντικός αριθμός Ελλήνων κατέφυγε την ίδια περίοδο και στα νότια τμήματα της Ιταλίας. Συγκεκριμένα, ήδη από το 1472 σημειώθηκε το πρώτο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα προς την Ιταλία, όταν η Σοφία Παλαιολογίνα, κόρη του τελευταίου Βυζαντινού δεσπότη του Μορέως Θωμά, κατέφυγε εκεί διωκόμενη από τους Τούρκους.
Η Σοφία παντρεύτηκε τον Μέγα Δούκα Ιβάν Γ ́ της Μόσχας και πολλοί Έλληνες την ακολούθησαν με την ελπίδα να βρουν καταφύγιο στη Ρωσία. Όμως το μεταναστευτικό αυτό κύμα είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάσταση και παραμονή πολλών Ελλήνων σε περιοχές της Ιταλίας.
Το φαινόμενο εντάθηκε και μετά την οριστική πτώση της Κρήτης στους Τούρκους το 1669 και την καταστολή της Ελληνικής εξέγερσης του 1770 στην Πελοπόννησο. Τότε παρατηρήθηκε μαζική φυγή Ελλήνων από την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου προς την Ιταλία αλλά και τη Ρωσία.
Οι πρόσφυγες αυτοί εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Καλαβρία και στην περιοχή του Υδρούντα στην Απουλία, όπου σταδιακά αφομοιώθηκαν στους ντόπιους λατινόφωνους πληθυσμούς. Παρά το γεγονός ότι εγκατέλειψαν την Ορθόδοξη πίστη και υιοθέτησαν τον Καθολικισμό, φαίνεται πως για αρκετό διάστημα διατήρησαν την ελληνική γλώσσα και μνήμες από την πατρίδα τους.
Απόδειξη αυτής της προσωρινής διατήρησης της ελληνικής ταυτότητας αποτελούν τα δημοτικά τραγούδια στην ελληνική γλώσσα που διασώζονται μέχρι και σήμερα σε περιοχές της νότιας Ιταλίας. Τραγουδιούνται από απογόνους Ελλήνων προσφύγων που ήρθαν τους προηγούμενους αιώνες και έχουν μελετηθεί από Ιταλούς λογίους τα τελευταία χρόνια.
Ενδεικτικό είναι το τραγούδι όπου μια μητέρα προτρέπει την κόρη της να παντρευτεί έναν Τούρκο που την ερωτεύτηκε, ενώ εκείνη αρνείται λέγοντας χαρακτηριστικά στην Ελληνική: «Μάνα μου, μάνα μου, τον Τούρκο δεν τον παίρνω… Και περδικούλα γίνομαι…».
Η διατήρηση τέτοιων ελληνικών στοιχείων στη νότια Ιταλία αποτελεί ένδειξη τόσο της βαθιάς επίδρασης όσο και της τελικής αφομοίωσης των Ελλήνων προσφύγων στους ντόπιους πληθυσμούς. Αν και η αρχική προσπάθεια διατήρησης της ξεχωριστής ταυτότητας υπήρξε εμφανής, τελικά η έλξη του Καθολικισμού και η ανάγκη ενσωμάτωσης στις τοπικές κοινωνίες υπερίσχυσε για τους περισσότερους. Ωστόσο, τα στοιχεία ελληνικότητας που απέμειναν συνέβαλαν στο να αναζωπυρωθεί η ελληνική παρουσία στην περιοχή σε μεταγενέστερους χρόνους.
Η διασπορά των Ελλήνων στη Ρωσία
Εκτός από την Ιταλία, σημαντικός αριθμός Ελλήνων προσφύγων κατέφυγε στη Ρωσία την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ήδη από το 1472, όταν η Σοφία Παλαιολογίνα παντρεύτηκε τον Μέγα Δούκα της Μόσχας Ιβάν Γ’, αρκετοί Έλληνες την ακολούθησαν ελπίζοντας να βρουν καταφύγιο εκεί.
Το φαινόμενο εντάθηκε τον 17ο και 18ο αιώνα μετά τους Βενετοτουρκικούς πολέμους για την Κρήτη και την αποτυχία της Ελληνικής επανάστασης του 1770 στην Πελοπόννησο. Τότε παρατηρήθηκε μαζική φυγή Ελλήνων από την Πελοπόννησο και τα νησιά προς τη Ρωσική Αυτοκρατορία.
Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν κυρίως στην περιοχή της Ταυρίδας στη σημερινή Κριμαία, όπου οι απόγονοί τους διατηρούν ως ένα βαθμό τη μνήμη της ελληνικής καταγωγής τους. Παρόλα αυτά, οι περισσότεροι από αυτούς έχουν εκρωσιστεί σήμερα, έχοντας υιοθετήσει τη ρωσική γλώσσα και ταυτότητα.
Η πορεία των Ελλήνων προσφύγων στη Ρωσία παρουσιάζει ομοιότητες με αυτή των ομοεθνών τους στην Ιταλία. Και στις δύο περιπτώσεις παρατηρήθηκε σταδιακή απώλεια της ελληνικής γλώσσας, της θρησκείας και της πολιτισμικής ταυτότητας από την πλειοψηφία των μεταναστών και τους απογόνους τους. Ωστόσο, η αρχική εγκατάσταση σημαντικών ελληνικών πληθυσμών σε αυτές τις περιοχές συνέβαλε στη διατήρηση ίχνους “ελληνικότητας” εκεί, ακόμη και αν αυτή σταδιακά ατόνησε.
Η ιστορία των Ελλήνων προσφύγων στην Τσαρική Ρωσία επιβεβαιώνει κατά κάποιο τρόπο τη “μοιραία” τάση αφομοίωσης ξένων πληθυσμών από το Ρωσικό κράτος, το οποίο ενσωμάτωσε κατά καιρούς διάφορες εθνοτικές ομάδες. Παρόλες τις αρχικές ελπίδες τους, οι Έλληνες πρόσφυγες δεν αποτέλεσαν εξαίρεση σε αυτή τη διαδικασία εκρωσισμού, όπως είδαμε και στα προηγούμενα παραδείγματα.
Όπως είδαμε, η μαζική φυγή Ελλήνων στη Δύση κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας οδήγησε σταδιακά στην απώλεια σημαντικού τμήματος του Ελληνισμού. Παρά τις αρχικές προσπάθειες διατήρησης της θρησκείας και της γλώσσας τους, ο εξευρωπαϊσμός και εκλατινισμός αποδείχθηκε μοιραίος για τους περισσότερους.
Βιβλιογραφία
Πυροβέτσης, Μ. (1995). Με αφορμή το βιβλίο: Χίλια χρόνια Ελληνισμού-Ρωσίας, Αθήνα 1994, σσ. 337, εικονογραφημένο. Βαλκανικά Σύμμεικτα. Ανακτήθηκε από ojs.lib.uom.gr
Οικονόμου, Ε.Μ., & Κυριαζής, Ν. (2021). Η σταδιακή παρακμή του Βυζαντίου και η σύγχρονη Ελλάδα. Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών. Ανακτήθηκε από journals.lib.uth.gr
Panagiotopoulos, V. (2011). Η Κρήτη μεταξύ δύο επαναστάσεων (1829-1869). Ανακτήθηκε από helios-eie.ekt.gr
Για αυτό το άρθρο χρησιμοποιήθηκαν ανθρώπινος παράγοντας και τεχνητή νοημοσύνη. Δείτε τους Όρους Χρήσης της ιστοσελίδας.