Τι είναι η κεφακλόρη (φάρμακο Ceclor, Distaclor κ.α.)
Η κεφακλόρη (Ceclor, Raniclor, Distaclor κ.α.) είναι ένα αντιβιοτικό της οικογένειας των κεφαλοσπορινών και χρησιμοποιείται για τη θεραπεία διαφόρων βακτηριακών λοιμώξεων. Σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες, όπως των Ozturk και Güven (2019) που δημοσιεύτηκε στο Journal of Research in Pharmacy, η κεφακλόρη έχει μελετηθεί ως προς τα χαρακτηριστικά, τις φαρμακοκινητικές ιδιότητες και τη σταθερότητά του σε διάφορες φαρμακοτεχνικές μορφές. Σε αυτό το άρθρο θα αναλύσουμε διεξοδικά τις ιδιότητες, τις ενδείξεις, τις προφυλάξεις αλλά και την αποτελεσματικότητα της κεφακλόρης με βάση τα πιο πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα.
Η κεφακλόρη (φάρμακο Ceclor κ.α.) είναι ένα συνταγογραφούμενο αντιβιοτικό που ανήκει στην κατηγορία των κεφαλοσπορινών δεύτερης γενιάς. Κυκλοφορεί στην Ελλάδα σε μορφή καψακίων, δισκίων και πόσιμου εναιωρήματος από την εταιρεία Pharmaserve-Lilly. Ενδείκνυται για την αντιμετώπιση λοιμώξεων του αναπνευστικού, του ουροποιητικού, του δέρματος και άλλων περιοχών που προκαλούνται από ευαίσθητα βακτήρια. Ωστόσο, όπως όλα τα φάρμακα, έτσι και η κεφακλόρη μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες και αλληλεπιδράσεις με άλλες ουσίες, επομένως η χρήση του πρέπει να γίνεται πάντα σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού. Στη συνέχεια, θα εξετάσουμε αναλυτικά όλες τις σημαντικές πτυχές αυτού του αντιβιοτικού.
Δραστική ουσία
Η δραστική ουσία κεφακλόρη (cefaclor) είναι μια ημισυνθετική κεφαλοσπορίνη δεύτερης γενιάς. Η κεφακλόρη ανήκει στην ευρύτερη κατηγορία των β-λακταμικών αντιβιοτικών και η αντιβακτηριακή της δράση οφείλεται στην αναστολή της σύνθεσης του κυτταρικού τοιχώματος των βακτηρίων.
Χρήσεις
Η κεφακλόρη ενδείκνυται για τη θεραπεία διαφόρων βακτηριακών λοιμώξεων, όπως:
- Λοιμώξεις του ανώτερου και κατώτερου αναπνευστικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένης της πνευμονίας, της βρογχίτιδας και της παραρρινοκολπίτιδας.
- Λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος, όπως κυστίτιδα και πυελονεφρίτιδα.
- Λοιμώξεις του δέρματος και των μαλακών μορίων, όπως κυτταρίτιδα, δοθιήνας και μολυσμένα τραύματα.
- Λοιμώξεις του ωτός, της μύτης και του φάρυγγα, όπως ωτίτιδα, ρινίτιδα και αμυγδαλίτιδα.
- Η επιλογή της κεφακλόρης ως θεραπεία πρέπει να βασίζεται στα αποτελέσματα των καλλιεργειών και των δοκιμασιών ευαισθησίας, καθώς και στα επίσημα πρωτόκολλα θεραπείας.
Παρενέργειες
Όπως όλα τα φάρμακα, έτσι και η κεφακλόρη μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες. Οι πιο συχνές από αυτές περιλαμβάνουν:
- Γαστρεντερικές διαταραχές, όπως ναυτία, έμετος, διάρροια και κοιλιακό άλγος.
- Αλλεργικές αντιδράσεις, όπως εξάνθημα, κνησμός και κνίδωση. Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να εμφανιστούν σοβαρές αντιδράσεις υπερευαισθησίας, όπως το σύνδρομο Stevens-Johnson.
- Διαταραχές του αιμοποιητικού συστήματος, όπως ηωσινοφιλία, θρομβοκυτταροπενία και ουδετεροπενία.
- Αυξημένα ηπατικά ένζυμα, που μπορεί να υποδηλώνουν ηπατική βλάβη.
- Κολίτιδα σχετιζόμενη με αντιβιοτικά, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις λοίμωξης από Clostridium difficile.
Σε περίπτωση εμφάνισης σοβαρών ή επίμονων ανεπιθύμητων ενεργειών, ο ασθενής πρέπει να επικοινωνήσει άμεσα με τον θεράποντα ιατρό.
Προφυλάξεις
Πριν από τη χορήγηση της κεφακλόρης, είναι απαραίτητο να λαμβάνονται υπόψη ορισμένες προφυλάξεις:
- Ιστορικό αλλεργίας στις κεφαλοσπορίνες, τις πενικιλλίνες ή άλλα β-λακταμικά αντιβιοτικά. Σε περίπτωση γνωστής αλλεργίας, η κεφακλόρη πρέπει να αποφεύγεται.
- Νεφρική δυσλειτουργία, καθώς η κεφακλόρη απεκκρίνεται κυρίως από τους νεφρούς. Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια ενδέχεται να απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας.
- Εγκυμοσύνη και θηλασμός, καθώς η ασφάλεια της κεφακλόρης δεν έχει τεκμηριωθεί πλήρως σε αυτές τις ομάδες ασθενών. Η χρήση κεφακλόρης κατά τη διάρκεια της κύησης ή της γαλουχίας πρέπει να γίνεται μόνο όταν τα οφέλη υπερτερούν των πιθανών κινδύνων.
- Ηπατική δυσλειτουργία, καθώς έχουν αναφερθεί περιπτώσεις ηπατοτοξικότητας σε ασθενείς που λαμβάνουν κεφαλοσπορίνες.
- Η μη ορθολογική χρήση των αντιβιοτικών, συμπεριλαμβανομένης της κεφακλόρης, μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη ανθεκτικών βακτηριακών στελεχών. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να χρησιμοποιείται μόνο όταν ενδείκνυται και σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού.
Στην έρευνα των Ozturk και Güven (2019) που δημοσιεύθηκε στο Journal of Research in Pharmacy, αναπτύχθηκε μια νέα μέθοδος υπερ-υψηλής απόδοσης υγρής χρωματογραφίας (UPLC) για τον προσδιορισμό της κεφακλόρης σε μικρογαλακτώματα τοπικής χορήγησης, με στόχο τη βελτίωση της φαρμακοκινητικής και της σταθερότητας της δραστικής ουσίας. Η μελέτη αυτή υπογραμμίζει τη σημασία της ανάπτυξης νέων φαρμακοτεχνικών μορφών και αναλυτικών μεθόδων για την αποτελεσματικότερη και ασφαλέστερη χρήση της κεφακλόρης.
Αλληλεπιδράσεις
Η κεφακλόρη μπορεί να αλληλεπιδράσει με διάφορα φάρμακα, επηρεάζοντας τη φαρμακοκινητική ή τη φαρμακοδυναμική τους. Ορισμένες από τις πιο σημαντικές αλληλεπιδράσεις περιλαμβάνουν:
- Αντιπηκτικά (π.χ. βαρφαρίνη): Οι κεφαλοσπορίνες μπορεί να ενισχύσουν την αντιπηκτική δράση των κουμαρινικών παραγώγων, αυξάνοντας τον κίνδυνο αιμορραγίας.
- Προβενεσίδη: Η ταυτόχρονη χορήγηση προβενεσίδης μπορεί να μειώσει τη νεφρική απέκκριση της κεφακλόρης, οδηγώντας σε αυξημένες συγκεντρώσεις του αντιβιοτικού στο αίμα.
- Αντιόξινα που περιέχουν αργίλιο ή μαγνήσιο: Η ταυτόχρονη λήψη αυτών των αντιόξινων μπορεί να μειώσει την απορρόφηση της κεφακλόρης από τον γαστρεντερικό σωλήνα.
- Νεφροτοξικά φάρμακα (π.χ. αμινογλυκοσίδες, διουρητικά της αγκύλης): Ο συνδυασμός τους με κεφακλόρη μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο νεφρικής βλάβης.
- Οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνουν τον γιατρό τους για όλα τα φάρμακα που λαμβάνουν, συμπεριλαμβανομένων των συμπληρωμάτων διατροφής και των φυτικών σκευασμάτων, ώστε να αποφευχθούν οι δυνητικά επιβλαβείς αλληλεπιδράσεις.
Υπερβολική δόση
Η υπερδοσολογία με κεφακλόρη μπορεί να οδηγήσει σε συμπτώματα όπως:
- Ναυτία, έμετος και κοιλιακό άλγος
- Διάρροια, ενίοτε αιματηρή, λόγω ψευδομεμβρανώδους κολίτιδας
- Νευρολογικές διαταραχές, όπως υπνηλία, σύγχυση και σπασμοί (σε περιπτώσεις σοβαρής υπερδοσολογίας)
- Αιματολογικές διαταραχές, όπως θρομβοκυτταροπενία και ουδετεροπενία
Σε περίπτωση υπερβολικής δόσης, πρέπει να εφαρμόζονται υποστηρικτικά μέτρα, όπως η διόρθωση των ηλεκτρολυτικών διαταραχών και η παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας. Σε σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να απαιτηθεί αιμοκάθαρση για την απομάκρυνση της περίσσειας του φαρμάκου από τον οργανισμό.
Φύλαξη του φαρμάκου
Η κεφακλόρη πρέπει να φυλάσσεται σύμφωνα με τις οδηγίες του παρασκευαστή, συνήθως σε θερμοκρασία δωματίου (15-25°C), προστατευμένο από το φως και την υγρασία. Τα πόσιμα εναιωρήματα πρέπει να φυλάσσονται στο ψυγείο (2-8°C) και να απορρίπτονται μετά από 14 ημέρες.
Είναι σημαντικό να φυλάσσεται το φάρμακο μακριά από παιδιά και κατοικίδια ζώα. Τα ληγμένα ή μη χρησιμοποιημένα φάρμακα πρέπει να απορρίπτονται με ασφάλεια, σύμφωνα με τις τοπικές οδηγίες περί διαχείρισης φαρμακευτικών αποβλήτων.
Ανάλυση δραστικής ουσίας
Η ανάλυση και ο ποσοτικός προσδιορισμός της κεφακλόρης στα φαρμακευτικά σκευάσματα είναι απαραίτητα για τη διασφάλιση της ποιότητας και της ασφάλειας του φαρμάκου. Οι πιο κοινές αναλυτικές μέθοδοι περιλαμβάνουν:
- Υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης (HPLC) με ανιχνευτή υπεριώδους (UV) ή ανιχνευτή συστοιχίας φωτοδιόδων (PDA)
- Φασματοφωτομετρία UV-Vis
- Χρωματογραφία λεπτής στιβάδας (TLC)
- Ηλεκτροφόρηση τριχοειδούς
Στην έρευνά τους που δημοσιεύθηκε στο Journal of Research in Pharmacy, οι Ozturk και Güven ανέπτυξαν και επικύρωσαν μια νέα μέθοδο υπερ-υψηλής απόδοσης υγρής χρωματογραφίας (UPLC) για την ανάλυση της μονοϋδρικής κεφακλόρης σε μικρογαλακτώματα. Η μέθοδος αυτή επιτρέπει τον ταχύ και ακριβή προσδιορισμό της δραστικής ουσίας, συμβάλλοντας στην αξιολόγηση της σταθερότητας και της ποιότητας των νέων φαρμακοτεχνικών μορφών κεφακλόρης.
Η ανάπτυξη αξιόπιστων και ευαίσθητων αναλυτικών μεθόδων είναι καίριας σημασίας για την παρακολούθηση της ποιότητας των φαρμάκων και τη διασφάλιση της θεραπευτικής τους αποτελεσματικότητας. Ωστόσο, η κλινική σημασία των ευρημάτων της μελέτης των Ozturk και Güven δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί πλήρως και απαιτούνται περαιτέρω έρευνες για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας των νέων σκευασμάτων της κεφακλόρης.
Φαρμακοκινητική
Η κεφακλόρη απορροφάται ταχέως από τον γαστρεντερικό σωλήνα μετά από από του στόματος χορήγηση, με μέγιστες συγκεντρώσεις στο πλάσμα να επιτυγχάνονται εντός 30-60 λεπτών. Η απορρόφηση της κεφακλόρης δεν επηρεάζεται σημαντικά από την παρουσία τροφής. Η δέσμευση της κεφακλόρης στις πρωτεΐνες του πλάσματος κυμαίνεται από 10-25%.
Η κεφακλόρη κατανέμεται ευρέως στους ιστούς και τα υγρά του σώματος, συμπεριλαμβανομένων των αμυγδαλών, του ιγμορείου και του μέσου ωτός. Ωστόσο, η διείσδυση στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό είναι περιορισμένη, εκτός εάν οι μήνιγγες είναι φλεγμαίνουσες.
Η κεφακλόρη μεταβολίζεται εν μέρει στο ήπαρ και αποβάλλεται κυρίως στα ούρα, με 50-80% της χορηγούμενης δόσης να απεκκρίνεται αναλλοίωτη εντός 24 ωρών. Ο χρόνος ημίσειας ζωής της κεφακλόρης είναι περίπου 30-60 λεπτά, αν και μπορεί να παραταθεί σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία.
Αποτελεσματικότητα
Η κεφακλόρη έχει αποδειχθεί αποτελεσματικό στη θεραπεία διαφόρων βακτηριακών λοιμώξεων, συμπεριλαμβανομένων:
- Λοιμώξεων του ανώτερου και κατώτερου αναπνευστικού συστήματος, όπως οξεία βακτηριακή παραρρινοκολπίτιδα, στρεπτοκοκκική φαρυγγίτιδα και οξεία βακτηριακή βρογχίτιδα.
- Λοιμώξεων του δέρματος και των μαλακών μορίων, όπως μολυσμένων τραυμάτων, κυτταρίτιδας και δοθιήνα.
- Λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος, όπως οξείας μη επιπλεγμένης κυστίτιδας.
Η αποτελεσματικότητα της κεφακλόρης εξαρτάται από την ευαισθησία των υπεύθυνων παθογόνων. Τα ποσοστά αντοχής ποικίλλουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και με την πάροδο του χρόνου, επομένως η επιλογή της κεφακλόρης ως εμπειρική θεραπεία θα πρέπει να βασίζεται στα τοπικά επιδημιολογικά δεδομένα.
Κλινικές μελέτες
Διάφορες κλινικές μελέτες έχουν αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της κεφακλόρης στη θεραπεία βακτηριακών λοιμώξεων. Στη μελέτη τους που δημοσιεύτηκε στο Journal of Research in Pharmacy, οι Ozturk και Güven επισήμαναν την ανάγκη για νέες φαρμακοτεχνικές μορφές της κεφακλόρης, όπως τα μικρογαλακτώματα, με στόχο τη βελτίωση της διαλυτότητας, της σταθερότητας και της διαδερμικής απορρόφησης της κεφακλόρης.
Άλλες μελέτες έχουν συγκρίνει την αποτελεσματικότητα της κεφακλόρης με εκείνη άλλων από του στόματος αντιβιοτικών, όπως η αμοξικιλλίνη/κλαβουλανικό οξύ, η κεφουροξίμη και η κεφπροζίλη, στη θεραπεία λοιμώξεων του αναπνευστικού και του ουροποιητικού. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η κεφακλόρη έχει επιδείξει παρόμοια κλινική αποτελεσματικότητα με τις εναλλακτικές επιλογές.
Ωστόσο, η αυξανόμενη αντοχή των παθογόνων στις κεφαλοσπορίνες δεύτερης γενιάς, συμπεριλαμβανομένης της κεφακλόρης, αποτελεί πηγή ανησυχίας. Για παράδειγμα, τα ποσοστά αντοχής του Streptococcus pneumoniae στην κεφακλόρη έχουν αυξηθεί σε πολλές χώρες, περιορίζοντας τη χρησιμότητα του αντιβιοτικού στην εμπειρική θεραπεία της πνευμονιοκοκκικής πνευμονίας και της οξείας μέσης ωτίτιδας.
Είναι επιτακτική η ανάγκη για συνετή χρήση της κεφακλόρης και άλλων αντιβιοτικών, με βάση τα τρέχοντα επιδημιολογικά δεδομένα και τις κατευθυντήριες οδηγίες θεραπείας. Επιπλέον, η συνεχιζόμενη έρευνα σχετικά με νέες φαρμακοτεχνικές μορφές και συνδυασμούς της κεφακλόρης, όπως αυτή των Ozturk και Güven, θα μπορούσε να συμβάλει στη βελτιστοποίηση της θεραπευτικής αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας του φαρμάκου.
Συνοπτικά
Η κεφακλόρη (φάρμακο Ceclor, Distaclor κ.α.) είναι ένα αντιβιοτικό της κατηγορίας των κεφαλοσπορινών δεύτερης γενιάς, με δραστική ουσία την κεφακλόρη. Χρησιμοποιείται για τη θεραπεία διαφόρων βακτηριακών λοιμώξεων, όπως του αναπνευστικού, του ουροποιητικού και του δέρματος. Παρά την αποτελεσματικότητά του, η κεφακλόρη μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες και αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα. Η φαρμακοκινητική του χαρακτηρίζεται από ταχεία απορρόφηση, ευρεία κατανομή στους ιστούς και απέκκριση κυρίως στα ούρα. Ωστόσο, η αυξανόμενη μικροβιακή αντοχή περιορίζει τη χρησιμότητά του σε ορισμένες περιπτώσεις. Απαιτείται συνετή χρήση, βάσει επιδημιολογικών δεδομένων και θεραπευτικών κατευθυντήριων οδηγιών. Παράλληλα, η έρευνα για νέες φαρμακοτεχνικές μορφές του φαρμάκου στοχεύει στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειάς του.
elpedia.gr
ΠΡΟΣΟΧΗ: Είναι ζωτικής σημασίας να μην λαμβάνετε ποτέ κανένα φαρμακευτικό σκεύασμα χωρίς την επίβλεψη και καθοδήγηση ενός ειδικευμένου ιατρού. Να συμβουλεύεστε πάντοτε το ένθετο φυλλάδιο οδηγιών του εκάστοτε φαρμακευτικού προϊόντος που σας έχει συνταγογραφηθεί, καθώς ο κάθε φαρμακευτικός οίκος περιγράφει με ακρίβεια τις ιδιαίτερες προδιαγραφές που αφορούν το συγκεκριμένο σκεύασμα, και οι οποίες ενδέχεται να επικαιροποιούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Σημειώνεται ότι οι εμπορικές ονομασίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο αντιστοιχούν σε ευρέως γνωστά φαρμακευτικά σκευάσματα που περιέχουν τις δραστικές ουσίες υπό ανάλυση. Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με τη σύνθεση του εκάστοτε φαρμάκου. Το παρόν άρθρο εστιάζει στην ανάλυση της δραστικής ουσίας και όχι στην εμπορική ονομασία του φαρμάκου. Η αναφορά των εμπορικών ονομασιών γίνεται αποκλειστικά για τη διευκόλυνση των αναγνωστών, οι οποίοι θα πρέπει να μελετούν προσεκτικά το φύλλο οδηγιών κάθε εμπορικού σκευάσματος που χρησιμοποιούν. Είναι απαραίτητο να έχετε στενή συνεργασία με τον θεράποντα ιατρό σας και τον φαρμακοποιό σας. Η αυτοχορήγηση οποιουδήποτε φαρμάκου εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την υγεία σας και πρέπει να αποφεύγεται ρητά.
Βιβλιογραφία
- Tarawneh, K.A., Halasah, Z.A., Khleifat, A.M., … (2011). Evaluation of cefaclor oral suspensions stability using reversed phase high performance liquid chromatography and antimicrobial diffusion methods. Pakistan journal of … PDF
- Zhu, K., Chen, C., Ye, C., Li, G. (2010). Determination and analyze the structure of cefaclor. Chinese Journal of … Link
- Chen, J., Jiang, B., Lou, H., Yu, L., Ruan, Z. (2012). Bioequivalence studies of 2 oral cefaclor capsule formulations in Chinese healthy subjects. Arzneimittelforschung. Link
- Ozturk, A., Güven, U. (2019). Cefaclor monohydrate loaded microemulsion formulation for topical application: Characterization with new developed UPLC method and stability study. Journal of Research in Pharmacy. Link
Συχνές Ερωτήσεις
Ποια είναι τα πιο συχνά ανεπιθύμητα συμπτώματα της κεφακλόρης (φάρμακα Ceclor, Raniclor, Distaclor κ.α.);
Οι συχνότερες παρενέργειες περιλαμβάνουν γαστρεντερικές διαταραχές όπως ναυτία και διάρροια, αλλεργικές αντιδράσεις όπως εξάνθημα και κνίδωση, και σπανιότερα αιματολογικές διαταραχές. Σε περίπτωση σοβαρών συμπτωμάτων, συμβουλευτείτε άμεσα γιατρό.
Ποιες προφυλάξεις πρέπει να λαμβάνονται πριν από τη χορήγηση κεφακλόρης (φάρμακα Ceclor, Raniclor, Distaclor κ.α.);
Προσοχή σε αλλεργία στις κεφαλοσπορίνες/πενικιλλίνες, νεφρική/ηπατική δυσλειτουργία και εγκυμοσύνη/θηλασμό. Ενημερώστε τον γιατρό για τυχόν άλλα φάρμακα που λαμβάνετε. Η μη ορθολογική χρήση μπορεί να οδηγήσει σε ανθεκτικά βακτήρια.
Με ποια φάρμακα μπορεί να αλληλεπιδράσει η κεφακλόρη (φάρμακα Ceclor, Raniclor, Distaclor κ.α.);
Η κεφακλόρη μπορεί να αλληλεπιδράσει με αντιπηκτικά, προβενεσίδη, αντιόξινα με αργίλιο/μαγνήσιο και νεφροτοξικά φάρμακα. Ενημερώστε τον γιατρό για όλα τα σκευάσματα που παίρνετε, συμπεριλαμβανομένων συμπληρωμάτων διατροφής και φυτικών, για την αποφυγή επιβλαβών αλληλεπιδράσεων.
Ποια είναι τα συμπτώματα της υπερδοσολογίας με κεφακλόρη (φάρμακα Ceclor, Raniclor, Distaclor κ.α.);
Τα συμπτώματα υπερβολικής δόσης κεφακλόρης μπορεί να περιλαμβάνουν ναυτία, έμετο, κοιλιακό άλγος, διάρροια (πιθανώς αιματηρή), υπνηλία, σύγχυση, σπασμούς, θρομβοκυτταροπενία και ουδετεροπενία. Σε περίπτωση υπερδοσολογίας, αναζητήστε άμεσα ιατρική βοήθεια.
Για ποιες λοιμώξεις συνταγογραφείται συνήθως η κεφακλόρη (φάρμακα Ceclor, Raniclor, Distaclor κ.α.);
Η κεφακλόρη χρησιμοποιείται για λοιμώξεις αναπνευστικού (πνευμονία, βρογχίτιδα, παραρρινοκολπίτιδα), ουροποιητικού (κυστίτιδα, πυελονεφρίτιδα), δέρματος/μαλακών μορίων (κυτταρίτιδα, δοθιήνας), και ωτός/μύτης/φάρυγγα (ωτίτιδα, ρινίτιδα, αμυγδαλίτιδα). Η επιλογή βασίζεται σε καλλιέργειες και επίσημα πρωτόκολλα.
Πώς πρέπει να φυλάσσεται η κεφακλόρη (φάρμακα Ceclor, Raniclor, Distaclor κ.α.);
Φυλάξτε την κεφακλόρη σε θερμοκρασία δωματίου (15-25°C), προστατευμένη από φως/υγρασία. Τα πόσιμα εναιωρήματα απαιτούν ψύξη (2-8°C) και απόρριψη μετά από 14 ημέρες. Κρατήστε το φάρμακο μακριά από παιδιά/κατοικίδια. Συμβουλευτείτε τον γιατρό σας για τη σωστή απόρριψη.