Κατά την περίοδο αυτή ταράχτηκε η Ελλάδα από τα λεγόμενα «Μουσουρικά». Ο Κωστάκης Μουσούρος, Έλληνας στην καταγωγή, είχε διοριστεί από την Οθωμανική Πύλη ως Υπουργός Εξωτερικών. Τον Ιανουάριο του 1846, ο άλλοτε ύπαρχος και τότε επίτιμος υπασπιστής του βασιλιά Όθωνα, Τσάμης Καρατάσος, πήγε στα γραφεία της οθωμανικής κυβέρνησης για να διαπραγματευτεί τη χορήγηση οικονομικής ενίσχυσης για κάποιες υποθέσεις. Όμως, ο Καρατάσος είχε στο παρελθόν επιχειρήσει επικεφαλής ανταρτικών ομάδων εισβολές σε τουρκικό έδαφος. Αυτό το ανέφερε ο πρεσβευτής της Τουρκίας ως λόγο άρνησης χορήγησης διαβατηρίου, δηλώνοντας ότι πρέπει πρώτα να συνεννοηθεί με την κυβέρνησή του.
Ο Καρατάσος, που έχασε το πλοίο που έφευγε την ίδια μέρα για την Κωνσταντινούπολη, οργισμένος πήγε στα ανάκτορα και ανέφερε στο βασιλιά την προσβολή που του έγινε. Ο Όθωνας αγανάκτησε κι αυτός, γιατί το θεώρησε δική του προσβολή.
Αφού ο Καρατάσος ήταν υπασπιστής του, έπρεπε να του δοθεί αμέσως διαβατήριο και ο βασιλιάς θα ήταν υπεύθυνος για τη συμπεριφορά του εκεί.
Ο Μουσούρος, φοβούμενος τις συνέπειες, έσπευσε στο σπίτι του πρωθυπουργού για να δώσει εξηγήσεις. Δεν τον βρήκε όμως εκεί και έστειλε αργότερα τις εξηγήσεις γραπτώς με το γραμματέα του. Πιθανόν υπέθεσαν ότι ο βασιλιάς δεν είχε προλάβει να τις διαβάσει.
Κατά σύμπτωση, την επόμενη μέρα, Κυριακή, δινόταν χορός στα ανάκτορα, στον οποίο ήταν προσκεκλημένος και ο Μουσούρος με τη σύζυγό του και το ανώτερο προσωπικό της πρεσβείας. Μόλις τον είδε ο Όθωνας, πλησίασε θυμωμένος, του παρατήρησε δυνατά ότι ο βασιλιάς της Ελλάδας άξιζε μεγαλύτερο σεβασμό και μετά του γύρισε την πλάτη.
Κατάπληκτος ο Μουσούρος, αποχώρησε αμέσως από το χορό στα ανάκτορα μαζί με τη σύζυγό του και τους Τούρκους υπαλλήλους. Την επόμενη έστειλε αναφορά στην κυβέρνησή του και ταυτόχρονα απέστειλε διακοίνωση στην ελληνική κυβέρνηση. Ο Κωλέττης έσπευσε να στείλει στην τουρκική κυβέρνηση, μέσω του Έλληνα πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, διακοίνωση στην οποία καταλόγιζε τις ευθύνες στον Μουσούρο.
Αλλά η Υψηλή Πύλη, αφού πέρασε η προθεσμία εντός της οποίας απαιτούσε ικανοποίηση, ανακάλεσε τον πρεσβευτή της. Ταυτόχρονα άρχισε να απειλεί με αντίποινα τον αποκλεισμό των ελληνικών πλοίων στα τουρκικά λιμάνια και την απέλαση των Ελλήνων υπηκόων από το τουρκικό έδαφος.
Ο Κωλέττης όντως σκόπευε να μεταφέρει την πρωτεύουσα από την Αθήνα στις Σπέτσες, αγνοώντας την επιστροφή του Μουσούρου στην Αθήνα και χωρίς να εκφράσει τα συλλυπητήρια για τον θάνατο του βασιλιά, όπως όφειλε προς την Υψηλή Πύλη. Για μια στιγμή, φαινόταν ορατός ο κίνδυνος ελληνοτουρκικού πολέμου, για τον οποίο η Ελλάδα βρέθηκε τελικά παντελώς απροετοίμαστη.
Εν τω μεταξύ πέθανε ο Κωλέττης ο οποίος ήταν αδιάλλακτος στο ζήτημα του βασιλικού γοήτρου. Με τη μεσολάβηση του τσάρου αποφασίστηκε να επιστρέψει ο Μουσούρος στην Αθήνα και να του δοθεί ικανοποίηση. Πράγματι, ο Μουσούρος επέστρεψε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1848 και ο βασιλιάς τον κάλεσε ξανά στα ανάκτορα και του εξέφρασε τη λύπη του για όσα είχαν συμβεί. Έτσι αποκαταστάθηκαν και πάλι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ο Μουσούρος έμεινε στην Αθήνα για ένα σύντομο χρονικό διάστημα και μάλιστα έγινε εναντίον του μια απόπειρα δολοφονίας. Στη συνέχεια, στάλθηκε ως πρεσβευτής σε μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Μετά το θάνατο του Κωλέττη, ανέλαβε την κυβέρνηση ο Κίτσος Τζαβέλλας, ένας από τους υπαρχηγούς του κόμματός του και μέχρι τότε υπουργός των Στρατιωτικών. Κατά την εποχή αυτή παρατηρούνται πολλές ανωμαλίες στις επαρχιακές πόλεις και την ύπαιθρο. Στασιαστικές εξεγέρσεις, στρατιωτικά κινήματα και λαϊκές ταραχές σημειώνονται σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας.
Οι πιο σοβαρές από τις στάσεις ήταν αυτές του Θ. Γρίβα στην Ακαρνανία και του Κριεζώτου στην Εύβοια. Ληστρικές ομάδες λυμαίνονται την ύπαιθρο και φτάνουν μέχρι τις επαρχιακές πόλεις.
Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις είναι δύσκολο να καθορίσουμε αν πρόκειται για στρατιωτικό κίνημα, λαϊκές ταραχές ή ληστρικές επιχειρήσεις.
Τα στρατιωτικά πραξικοπήματα, ως επί το πλείστον, είχαν ως αρχηγούς παλιούς καπεταναίους, οι οποίοι τώρα ήταν αξιωματικοί επικεφαλής μικρών στρατιωτικών σωμάτων. Ενώ στην πραγματικότητα η ανταρσία τους δεν είχε άλλη αφορμή από προσωπικές δυσαρέσκειες ή εξυπηρέτηση κάποιου αντίπαλου πολιτικού της κυβέρνησης, τη δικαιολογούσαν με την κακή λειτουργία του Συντάγματος και με την προστασία των ελευθεριών του ελληνικού λαού κλπ.
Όταν δεν περιπλανιούνταν στα γύρω βουνά και δεν λεηλατούσαν την ύπαιθρο, ακόμα και οι ληστρικές συμμορίες συχνά καθοδηγούνταν ή προστατεύονταν από πολιτικούς, δικαιολογώντας τις ληστρικές τους επιχειρήσεις με τη soi-disant “λαϊκή δυσαρέσκεια” για τις “ανελεύθερες πράξεις” της κυβέρνησης και του βασιλιά.
Η κυβέρνηση αντιμετώπισε με αποφασιστικότητα όλα αυτά τα στρατιωτικά πραξικοπήματα και τα μικροστασιαστικά κινήματα, τα οποία άλλωστε δεν είχαν ευρύτερο επαναστατικό χαρακτήρα. Μεγαλύτερη δυσκολία για την καταστολή τους συνάντησε στις περιοχές προς τη Θεσσαλία. Γιατί εκεί οι στασιαστές, όταν διαλύονταν από τις στρατιωτικές δυνάμεις που έφταναν για να τους καταδιώξουν, κατέφευγαν σε τουρκικό έδαφος. Από εκεί με την πρώτη ευκαιρία και συχνά με τη συνεργασία των Τουρκαλβανών φρουρών των συνόρων, επέστρεφαν για να συνεχίσουν τις ληστρικές τους επιχειρήσεις.
Είναι πάντως χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μετά από μια σχετική ηρεμία περίπου δεκαπέντε ετών, στρατιωτικά κινήματα, ληστείες και ταραχές σημειώθηκαν σε ελληνικά εδάφη μετά την εφαρμογή του Συντάγματος και την ανάθεση της εξουσίας σε κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις. Οι παλιοί καπεταναίοι ξαναβρήκαν τις παλιές τους συνήθειες ανταρσίας και ανυπακοής. Οι κακοποιοί, ακόμη και οι πιο αιμοσταγείς ληστές, έβρισκαν ισχυρούς προστάτες στους τοπικούς πολιτικούς.
Οι νόμοι, αντί να λειτουργούν με μεγαλύτερη αυστηρότητα επειδή είχαν το κύρος ότι προέρχονταν από την ψήφο της εθνικής αντιπροσωπείας, αντίθετα παραβιάζονταν ευκολότερα λόγω της ατιμωρησίας.
Ο καθένας θεωρούσε το Σύνταγμα όχι ως εγγύηση τάξης, ευνομίας και προστασίας ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά ως όργανο εξυπηρέτησης ατομικών συμφερόντων και απόκτησης των ωφελειών του φίλου της κυβέρνησης. Κυβερνητικός σήμαινε δικαίωμα ασύδοτης εξυπηρέτησης, και αντιπολιτευόμενος προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης με κάθε μέσο. Και οι ίδιοι οι πολιτικοί αρχηγοί, συχνά, αντί να συμβάλουν στο σεβασμό του Συντάγματος και των νόμων για το γενικό καλό, φρόντιζαν μόνο για τα συμφέροντα των κομματικών τους φίλων. Και όταν βρίσκονταν στην αντιπολίτευση, δεν δίσταζαν να ενισχύουν την ανταρσία και τις ταραχές, πάντα στο όνομα του Συντάγματος και των λαϊκών ελευθεριών που κινδύνευαν, στην πραγματικότητα όμως για να συντρίψουν την αντίπαλη κυβέρνηση και να έρθουν οι ίδιοι στην εξουσία.