Από το Πεζά Κείμενα, εκδ. Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1987.
[…]
Και ακριβώς εδώ έγκειται «το κλειδί του μυστηρίου»! Ως άμεσοι διάδοχοι και κληρονόμοι της Τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, αυτήν βιώνουμε, αυτήν διαιωνίζουμε, και με αδιαμφισβήτητη αποκλειστικότητα, αυτήν απολαμβάνουμε, αυτήν θαυμάζουμε και αυτήν εκμεταλλευόμαστε. Το δημοτικό τραγούδι, συμπεριλαμβανομένου και του δημοτικού τραγουδιού της Τουρκοκρατούμενης Κρήτης, αποτελεί την πεμπτουσία των αισθητικών μας πεποιθήσεων.
Οι παλιές ρήσεις «κάλλιο Τούρκος με σαρίκι παρά Φράγκος με σταυρό» ή «προτιμώ να με μαχαιρώσει Τούρκος παρά να με κρίνει Βενετσιάνος», φαίνεται ότι δεν έχασαν καθόλου την επίκαιρη ζωντάνια τους, από την εποχή του Γενναδίου Σχολαρίου, για το μεγάλο Πανελλήνιο.
Διαφορετικά, πώς εξηγείται το γεγονός ότι η ποίηση της Ενετοκρατούμενης Κρήτης, με εξαίρεση, παλαιότερα, τον «Ερωτόκριτο», είναι γνωστή σε πολύ, πάρα πολύ, λίγους; Η «Βοσκοπούλα», η «Διήγηση χαρίεσσα γαϊδάρου, λύκου και αλεπούς», το έργο του Σαχλίκη, ο «Φαλλίδος», η «Ριμάδα νέου και κόρης», ο «Απόκοπος» του Μπεργαδή, τα «Ερωτήματα και Αποκρίσεις Ξένου και Αλήθειας» του Λεονάρδου Ντελαπόρτα, «Οι θρήνοι της Άλωσης» της Κρήτης, το έπος του Παντελή Πατζελιού και τόσα άλλα;
Αλλιώς πώς γίνεται κατανοητή αυτή η αδιαφορία για τον μέγα ζωγράφο Θεοτοκόπουλο, που έχει εγκαταλειφθεί, επί χρόνια τώρα, στα χέρια των ξένων, να τον παρουσιάζουν άλλοτε ως Ιταλό ζωγράφο, άλλοτε ως Ισπανό και άλλοτε και ως τα δύο μαζί; Από τον Τεοτοκόπουλο που τον ονόμασαν (και αν σταμάτησε ποτέ, ο Γκρέκο, να σημειώνει ευρέως το ακριβές όνομά του!) μέχρι το πολυσυζητημένο, όσο και ακατανόητο, «Ο Γκρέκο ή το μυστικό του Τολέδο», το βιβλίο όπου ο διάσημος Μωρίς Μπαρρές εξηγεί πώς κατανόησε τα μυστικά του ισπανισμού μέσα από τον Θεοτοκόπουλο! Ύψιστε Θεέ! Τα μυστικά του ισπανισμού μέσω του κυνηγημένου Έλληνα, που βρήκε, τελικά, κάπου να φωλιάσει, τρομοκρατημένος, λαχανιασμένος ακόμα από το κυνηγητό, στην παλιά εγκαταλελειμμένη πρωτεύουσα, μυστικιστής, φανατικός και αθεράπευτα νοσταλγός του Ελληνισμού.
Κι έτσι ο μέγας Παπαδιαμάντης, ο πάντα απόλυτος βεβαίως, αλλά και ο πάντα προσεκτικός και συγκρατημένος, δεν διστάζει να αποκλείσει τον άλλο μεγάλο Έλληνα, τον Σολωμό, τον τελευταίο εκπρόσωπο του πολιτισμού και της παιδείας της Βενετοκρατούμενης Ελλάδας. Ο Δημήτριος Χατζόπουλος, στην περίφημη συνέντευξή του του 1893, μας λέει ότι για τον Παπαδιαμάντη «Ο Σολωμός φαίνεται κάπως ξένος, ανατραφείς στην Ιταλία, όχι γνήσια εμπνευσμένος», και επίσης ότι «προτιμά τον Βαλαωρίτη από τον Σολωμό».
Στη ζωγραφική, η παραμέληση της τέχνης της Κρήτης μπορεί, κατά κάποιον τρόπο, να δικαιολογηθεί. Ήταν τόσο ηράκλεια η προσπάθεια ανατροπής των συκοφαντιών των Δυτικών για τη βυζαντινή τέχνη, τόσο της περιόδου της Αυτοκρατορίας όσο και της εποχής της Τουρκοκρατίας! Επιπλέον, συνέβαλε σε αυτό και η λάμψη της άλλης κρητικής Σχολής, της καθαρά «βυζαντινής», που θαυματούργησε με τα μεγάλα ονόματά της, των Τζώρτζηδων, των Θεοφάνηδων και των Δαμασκηνών, ώστε να επισκιαστεί η άλλη, η «ιταλίζουσα», και «βελτιωμένη» όπως αποκαλείται, παρά τις σημαντικές μορφές της, του Κλόντζα, του Τζάνε, του Ανδρέα Παβία ντα Κάντια, του Πουλάκη, του Καστροφύλακα, του Τζαγκαρόλου, και τόσων άλλων που εργάστηκαν στη Βενετία, στα Επτάνησα, ακόμη και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Ως δίκαιοι άνθρωποι, δεν μπορούμε παρά να αποδώσουμε στα επιτεύγματα της Τουρκοκρατίας την αρμόζουσα θέση μέσα στην πρόσφατη παράδοσή μας, φυσικά την πρωτεύουσα θέση. Πράγματι, πόσο αξιοθαύμαστη είναι αυτή η προσεκτικά συντηρητική πορεία, αυτή η ακραία προσήλωση στη γνήσια ελληνική μορφή, μαζί με μια ικανότητα συγκρατημένης προσαρμογής στις συνθήκες και τους καιρούς. Ωστόσο, δεν επιτρέπεται πλέον να παραμένει στο σκοτάδι αυτός ο θαυμαστός πνευματικός πλούτος της Βενετοκρατούμενης Κρήτης. Η ξένη επιρροή ενθάρρυνε, δεν αλλοίωσε καθόλου την αξία, τη δύναμη και τη χάρη της ελληνικής προσφοράς.